Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Μια πολύ μικρή ιστορία για τρεις τυχαίους ανθρώπους

Είναι Παρασκευή, κάθομαι στη δεύτερη σειρά των πλαστικών καρεκλών που είναι βιδωμένες στο νοσοκομειακό πάτωμα. Δίπλα μου είναι ο πατέρας μου και τριγύρω πολύ λιγότερα άτομα πια, είναι μετά τη μία το μεσημέρι και σίγουρα έχουμε άλλη μιάμιση ώρα αναμονή. Στα γρήγορα κάτι αναφέρεται για το αγροτικό αμάξι και ο μπροστινός, ιδέα δεν είχα ότι υπήρχε μπροστά μας κάποιος άνθρωπος πατάει πάνω σε αυτό κάνει μια μικρή ερώτηση για να μπορέσει να εισέλθει στον πίσω κόσμο κι έπειτα, καμπουριασμένος όπως είναι, απελευθερώνει μέσα σε ελάχιστα λεπτά ένα κομμάτι του κόσμου εκεί - εδώ, έξω από εδώ, αλλά τόσο εδώ.

Είμαι από την Αχαΐα, συνήθως δεν ξέρουν εδώ πάνω τα μέρη της Πελοποννήσου οπότε καλύτερα να ξεκινάω έτσι. Μένουμε στην Πάτρα, εγώ και η γυναίκα μου. Για την ακρίβεια μένουμε τόσο στην Πάτρα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Εδώ νοικιάσαμε μια μικρή, επιπλωμένη γκαρσονιέρα στη Σταυρούπολη, κοντά στο παιδί για να τον βοηθήσουμε αφού η γυναίκα του έχει το μικρό τους παιδί. Στο χωριό μου έχω πολλά στρέμματα με αμπέλια και ελαιώνες. Τα πρόσεχα όλη μου τη ζωή και έλεγα να 'ρθει η σύνταξη να τα απολαύσω όλα αυτά που αγαπώ. Σηκωνόμουν ξημερώματα να πάω να ποτίσω τα αμπέλια ή να κλαδέψω τις ελιές που στεκόντουσαν σαν νύφες, γεμάτες με καρπούς να λαμποκοπούν στο πρώτο φως του ήλιου. Έχω τρακτέρ δύο και αγροτικό και όλα τα απαραίτητα μηχανήματα. Σιγά σιγά έφτιαξα το δικό μου στόλο, έκλεβα από το χρόνο της κάθε μέρας μου και τα έφτιαξα όλα. Πέντε χρόνια πριν βγω στη σύνταξη ήρθε ο καρκίνος σε μένα. Πάνε επτά χρόνια και με τη σειρά ήρθε στη γυναίκα μου και πριν τριάντα - σαράντα μέρες στο γιο μου. Μετακομίσαμε αμέσως. Σήμερα είναι η χημειοθεραπεία του παιδιού και αύριο θα φύγουμε στην Πάτρα για τη θεραπεία της γυναίκας μου. Αυτή είναι όλη η οικογένεια μου και οι δυο τους είναι σε τελικό στάδιο, δεν ξεπερνιέται. Τα κτήματα τα έδωσα μισακά σ' έναν αλβανό που είχα μαζί μου. Τι να κάνω; Δεν χρειάζομαι ούτε τα αγροτικά, ούτε τ' αμπέλια, ούτε τις ελιές, ούτε τα σπίτια, ούτε τα ξενύχτια μου για περισσότερα κι άλλα περισσότερα, είμαστε τρεις κι έχουμε κι οι τρεις καρκίνο και θα σβήσουμε πολύ σύντομα. 

Σε λίγο πέρασε ξανά από μπροστά μας σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με τον γιο του επάνω, καμία επικοινωνία, ένας άνθρωπος που μόλις είχε βρει δουλειά, σύντροφο, σπίτι κι άρχιζε την οικογένεια και τη ζωή που ήταν προορισμένος να κάνει. Οι γονείς θα ήταν περήφανοι, τώρα ο πατέρας με μάλλινη μπλούζα και ανοιχτόχρωμο λερωμένο παντελόνι, προσπαθεί να κουμαντάρει το μεγάλο σώμα του παιδιού του μαζί με σακούλες γεμάτες εξετάσεις, διαγνώσεις, χαρτιά και πεταμένα λεφτά. Δίπλα η γυναίκα - σύζυγος - μητέρα, σκεβρωμένη, μισή, με κοντό κόκκινο αραιό μαλλί συζητάει για το τρόπο της παρακέντησης και τα λίτρα υγρού που έβγαλαν από κάποιο όργανο του παιδιού της σαν μια απλή καθημερινή συνταγή που εκτελεί με απόλυτη ευκολία. Προχώρησαν οι ίδιοι, οι σκιές τους, το μέλλον τους και βγήκαν στο διάδρομο.

Σηκώθηκα, έβαλα τα ακουστικά, τους προσπέρασα και βγήκα στο θαμπό ήλιο του μεσημεριού. Αναμονή να περάσουν άλλα είκοσι πέντε λεπτά. Έπειτα επιστροφή. Μετά πάλι εδώ. Μετά επιστροφή. Ένα σπίτι στην Πάτρα, ένα σπίτι στο χωριό, ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη, μια αναπηρική καρέκλα με ένα ψηλό παλικάρι που τη σπρώχνει ο γερασμένος πατέρας δίπλα σε μια μαζεμένη μάνα που απλά αντέχει τον εαυτό της και τον κόσμο όλο πάνω της. Είναι όλοι σκυμμένοι, ζαρωμένοι, καμπουριασμένοι και απογοητευμένοι ένα ακόμα μεσημέρι Παρασκευής.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Ιανουάριος Σωτήριου Έτους - Ρίχτε Τις Μανούλες Στα Λιοντάρια

ένας φίλος μου έστειλε μια φανταστική ιστορία κι είπα να τη μοιραστώ με τους φίλους μου:

ήταν μια φορά μια μανούλα, πολύ μανούλα και παλιότερα πολύ μανούλι (ίσως έβγαζε και φωτογραφίες σέλφι και έστελνε στον αγαπητικό στην υπηρεσία, ίσως πήγαινε και συχνά στην εκκλησία), που ήταν τόσο μανούλα που είχε κάνει πέντε παιδιά πριν τα τριάντα πέντε της, τα αγαπούσε τα παιδιά, γενικά αλλά και ειδικά αφού ως δημόσιος υπάλληλος - λειτουργός έπαιρνε τα τρία τέταρτα ενός έτους πριν και ολόκληρο το έτος μετά από κάθε γέννηση άδεια από τη δημόσια εργασία της - για τη σωστή προετοιμασία και αναμόρφωση των τέκνων που είναι η ελπίδα του έθνους. η μανούλα λοιπόν είχε αναγκαστεί να κακομεταχειρίστει κάποιο ή και κάποια από τα αγγελούδια που της χάρισε ο κύριος με τη βοήθεια ή τις προσταγές του κυρίου συζύγου και επίσης δημόσιου υπαλλήλου - λειτουργού. δεν ήθελε. το δήλωσε αυτό. μετά. αυτό όμως δεν αποθάρρυνε και διόλου δεν κατεύνασε τις ορμές της μανούλας να ξαναμείνει λίγο έγκυος στο έκτο, ίσως γιατί έξι είναι ένας αριθμός πριν το μαγικό αριθμό ή απλά επειδή τελείωνε η προηγούμενη άδεια. το ζευγάρι αυτό, η ελληνική οικογένεια πρότυπο, ευλογημένη πολλάκις (γάμοι, βαφτίσια και λοιπά μυστήρια), είχε ευεργετηθεί και μονίμως υπηρετούσε (τρόπος του λέγειν) στο ναό της δημοκρατίας, ντυμένοι στα χρώματα της πατρίδος, γαλανόλευκοι - άμεμπτοι - ανέγγιχτοι. αυτή η μανούλα λοιπόν με τον άντρακλά της, ένα μικρό ποθητό κομμάτι της κοινωνίας, θα μπορούσε να ζει ανάμεσά μας; αναρωτήθηκε ο φίλος με τη φανταστική του ιστορία κι εγώ του είπα ότι δεν ξέρω, απλά θα την μοιραστώ με τους φίλους μου μήπως και η μανούλα και ο άντρακλας ζουν ανάμεσά τους - καμιά ιδέα; // σύντομα θυμήθηκα ότι άλλη μία τέτοια περίπτωση μου είχε συμβεί με πολλά κοινά σημεία, δημόσιοι υπάλληλοι - τέρατα γονείς, θρήσκοι πολύτεκνοι, άχρηστοι ουσιαστικά και επίσης αναδιατύπωσα την πρόταση που ξεστόμισα και αποδέχτηκα πολλάκις πια, ότι εγώ ζω ανάμεσα τους... είναι πολυψηφία - κυβέρνηση - επικρατούσα τάξη - πολύτεκνοι - πολυμαλάκες κι εγώ απλά ένα πολυ-εργαλείο... // μπάτσοι - παπάδες - γιατροί, μεταμφιέζονται κι υπάρχουν, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, του δικού τους κόσμου

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

κάπου εδώ αποκαλύπτεται ένα μικρό γεγονός

μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα προβατάκι... γεννήθηκε και ζούσε ανάμεσα σε άλλα τετράποδα, δίποδα και χωρίς πόδια ζώα... κατά αντικειμενικά υποκειμενική άποψη ήταν ένα καλό προβατάκι... υπάκουο... καλόβουλο που όλοι το παινεύαν... μερικές φορές, όσο μεγάλωνε, καταλάβαινε το λάθος των πραγμάτων όμως έσκυβε το κεφάλι - τα προβατάκια είναι σκυμμένα έλεγαν, κι έτσι ήταν κι έτσι πήγαινε η ιστορία - και προχωρούσε ρίχνοντας μόνο κλεφτές ματιές λίγο μπρος και λίγο πίσω... το προβατάκι όπως όλα τα προβατάκια του μαντριού έτρωγε, έχεζε και σφαζόταν σύμφωνα με τις επιταγές... μεγάλωσε κι άλλο, βαρέθηκε ίσως, τυχαία σήκωσε το κεφάλι ίσως, άκουσε κάτι ήχους και το προβατάκι αποφάσισε να γίνει ένας λύκος... ήξερε ότι οι λύκοι είναι πιο έξυπνοι απ' ότι λέγανε, ποτέ δεν είδε λύκο πατημένο στο δρόμο, ποτέ δεν είδε λύκο γενικότερα, είχε ακούσει μερικούς πάνω σ' ένα βουνό αλλά... έγινε λύκος το προβατάκι και κανείς ποτέ δεν το ξαναείδε, δεν το άκουσε, δεν του έδωσε κάποια διαταγή να πάει να φάει, να χέσει, να σφαχτεί... δεν του έλειψε τίποτα, δεν έλειψε σε κανέναν και ζήσαν τα προβατάκια καλά κι ο μοναχικός λύκος σαφώς καλύτερα

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Κατάθεση Δελτίων Ονείρων στο Πρακτορείο "Το Καλό Φθινόπωρο"

Πάρτε το Λαϊκό... Διπλό τζακ ποτ! Μοιράζει λεφτά... Πέφτει το ίντερνετ... Πάρτε! Πάρτε το όνειρο σε μια γρήγορη σύνταξη. Πάρτε το εξασφαλισμένο σας μέλλον. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί για να κατέβουν κάτω τα φαρμάκια. Πάρτε γυναίκα και παιδιά και μια τηλεόραση τοίχου στις ενενήντα ίντσες. Πάρτε σπίτι για να μην πληρώνετε ενοίκιο. Πάρτε την ασφάλεια του ότι και να συμβεί να έχετε ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι σας και ένα κρεμμύδι κάτω από το νεροχύτη. Πάρτε ένα σύζυγο καλό για να γίνεται μανούλες. Πάρτε παιδιά, σκυλιά, γατιά και κουζινικά από νέα καρκινογόνα υλικά. Πάρτε το Λαϊκό... Δικαίωμα στο όνειρο είναι αυτό.  

Στείλτε δορυφόρους. Πολλούς δορυφόρους. Να φτιάξουμε κι εμείς δακτύλιους. Σαν αυτούς που βάζουμε στα στομάχια μας. Να στείλουμε και την αύρα μας γεμάτη σκουπίδια στο διάστημα. Να σκοτεινιάσουμε τη γη. Να πάψω να μετρώ τα χρόνια που απομένουν. Έτσι κι αλλιώς η σκόνη μου κρύβει τα όνειρα και οι χρηματιστηριακές Δευτέρες ανεβάζουν την τιμή του καρπουζιού κάθε καλοκαιρινή μέρα που αυξάνει το μέσο όρο θερμοκρασία στο μέρος τούτο.

Ρίξτε χαστούκια και βαρέλια με αργό πετρέλαιο να σκοτώσετε ακόμα πιο γρήγορα ανθρώπους και ψάρια. Μην αφήνετε να σας πατάνε στο πόδι αλλά αφήστε τους πειρατές να σας κλέψουν και να σας βάλουν φωτιά το ασφαλισμένο σας φορτίο. Δεν έχει σωτηρία, ακόμα κι η εκκλησία λείπει σε διακοπές και τώρα ήταν η ευκαιρία να περπατήσουν όλοι οι πεφωτισμένοι ηγέτες στα ασημένια νερά του λιμανιού του Β/Κ_όλου.

Μπείτε στο Δημόσιο. Κάντε σέξτινγκ. Δώστε Τίντερ στο λαό. Να υπηρετήσετε τους πολίτες, τους φίλους, τ' αδέρφια - να έχετε μόνιμο μισθό, να μην κάνετε τίποτα, να ασχημαίνετε. Καλό σας κατευόδιο κι η πόρτα θα μείνει ανοιχτή για τους ομοίους σας. Αγάπη μόνο και χριστοπαναγίες να πάει καλά η καριέρα σας, το δάνειό σας, το σπίτι στην εξοχή, στο χωριό, το πατρικό, το μητρικό το γάλα που δεν βυζάξατε.

Ένας φίλος μου είχε ένα βίντεο, βίντεο μηχάνημα, βίντεο μηχάνημα βρεγμένο και το έδωσε σε ένα φίλο του. Κάποιοι γνωστοί μου καθηγητές κάνανε τα παιδιά τους καθηγητές, κάποιοι άλλοι στρατιωτικοί κάνανε τα παιδιά τους στρατιωτικούς και πάρα πολλοί γνωστοί μαλάκες κάνανε τα παιδιά τους μαλάκες. Το παραμύθι δεν έχει σταματημό, η λήθη το κάνει να φαίνεται καινούργιο, το φως στο μπάνιο συνεχίζει να μένει ανοιχτό ακόμα κι όταν

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Εντός - Εκτός κι Εναλλάξ τ' Αυτιά

Ζούμε στην καλύτερη χώρα του κόσμου όλου. Οι έρευνες μας φέρνουν πρώτους στις προτιμήσεις των ανθρώπων που νοιάστηκαν να ψηφίσουν. Μερικοί από αυτούς έρχονται και κάνουν πεζοπορίες στα νησιά μας. Μετά χάνουν το δρόμο γιατί δεν έχουν ένστικτο, ή υπερτιμούν τις ικανότητές τους κάτω από τον ήλιο του Ιούνη που είναι κομμάτι του πακέτου παραχώρησης της χώρας για τους θερινούς μήνες. Αυτοί όσο πάει και πληθαίνουν, όπως και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Θερμό αίμα και θερμοπληξία μπλέχτηκαν στις ειδήσεις. Γιατί το άλλο συνθετικό του τρίπτυχου θέλει το αγόρι να είναι βάρβαρο, να τις ρίχνει τις σφαλιαρίτσες του και να τον σέβονται. Όσο αναφορά τη θάλασσα, αυτή ανεβαίνει και έτσι έρχονται όλο και πιο σιμά μας τα απόβλητα του πολιτισμού αυτής της χώρας - της ηπείρου - της οικουμένης ολάκερης, όπως λιπάσματα, αστικά λύματα, κουραδίτσες από τα βαπόρια, μπουκαλάκια από τα μπιτσόμπαρα και γενικά ότι σκατουλίτσα κάτσει κι ότι βγει από τον οχετό του πλαστικού σήμερα. Όλα είναι πανηγυριώτικα πυροτεχνήματα, σε γάμους, σε κότερα, από τους εθνικούς υπαιτίους, σε ολυμπιακά πρωταθλήματα και σε οτιδήποτε άλλο εκτός από πραγματικές ανάγκες. Η χώρα που όλοι θέλουν να επισκεφθούν σκύβει τόσο που να φανεί ότι δεν φορεί βρακί και είναι ανοιχτή κι έτοιμη. Λίγο ιδρωμένη τελευταία, αλλά με ένα ουζάκι παραπάνω δεν θα το καταλάβει κανείς διψασμένος - λυσσασμένος. Μόνο να μένει το καλοκαιράκι όλο και περισσότερο κι ας πονεί η μέση παραπάνω. Και δεν είναι καλό να σχολιάζεις τα αρνητικά. Μη γίνεσαι εχθρός της χώρας σου. Είναι το ίδιο με το να κρατάς μέσα στους τοίχους του σπιτιού σου ότι συμβαίνει. Γιατί να τα μάθουν οι άλλοι; Αφού αγαπιόμαστε, δεν αγαπιόμαστε; Κι είχες περάσει καλά τότε στα 18 με 22, έτσι δεν είναι; Και στα πάρτι σου πήγες, και τρίο έκανες, και μπάφους, και μπάτσους, και ρετσίνες, και κόκες, και Καβουρότρυπες, και Πίτσα χωρίς μέτρο, και Θανάση, και Σωκράτη, και όλα τα προαπαιτούμενα. Ε, τώρα τι θες; Να ξαναράψεις τον παρθενικό υμένα σου; Με βάση βέβαια ότι μπορεί και να ζήσεις 13 χρόνια παραπάνω από τη σημερινή ηλικία που ένας ιδιωτικός υπάλληλος βγαίνει στη σύνταξη, τα 67 δηλαδή, τότε εκείνα τα χρόνια αποτελούσαν το 5% της ζωής σου. Κι έτσι θα συνεχίζεις να ωραιοποιείς τη μετριότητα για το υπόλοιπο πριν και μετά συνολικά 95%. Κουτάκια μέσα σε μικρότερα κουτάκια, κι ούτε καν τενεκεδάκια μπύρας Βεργίνα, γελάκια ανάμεσα από γελοιότητες, κι ούτε καν αστεία που τα θυμάσαι μετά από μια ηλεκτρονική τζούρα, και μια κοινωνία που αρνείται να συζητήσει αν δεν κάνεις άλματα πίσω εσύ. Να αμοίβεσαι με τον κατώτατο των κατώτατων και να πληρώνεις τα ανώτερα των Ευρωπαίων. Στη χώρα που δεν αποδέχεται τη διαφορετικότητα κι αν τολμήσεις να το αναφέρεις σου πετάει στα μούτρα... κι αυτοί στη Γερμανία ή στα Βόρεια καλύτεροι είναι; Και σκας. Γιατί αν ήσουν στο σπίτι θα έσκαγες ένα μπάτσο, έξω ακόμη δεν επιτρέπεται, ή μήπως κι αυτό λάθος; Το βασικό είναι να καταλάβουμε, εδώ που μας συμφέρει - τι; ότι είμαστε κομμάτι του κακού που υπάρχει παντού. Κοινό κακό, κατ' επιλογή και ανοχή όλων. Ο ίδιος ήλιος όμως καίει περισσότερο εδώ, ο ήλιος καίει σαν πούστης δηλαδή, και με τη σειρά του συμμετείχε επιτυχημένα στην παρέλαση στα τέλη του Ιούνη στη Σαλονίκη. Εσύ από την άλλη μπορείς να θυμηθείς γιατί έχεις τόσα πολλά νεύρα; Γιατί πάχυνες, αλλά επειδή θα γίνεις ιερή μανούλα μπορείς να ποζάρεις με την κοιλιά να έχει τεντώσει το τατού σου χειρότερα κι από το βρακί σου, μαζί και ο υπεύθυνος σπερματέγχυσής σου - να κοιτάει σαν χάνος, να φιλάει το εξόγκωμα, να είναι ανίκανος να υπολογίσει τη δόση του δανείου που κοινωνικά θα αναγκαστεί να συνάψει κι έτσι θα οδηγηθεί σε λάθος δόση χαπιών και σε χειροδικίες οσονούπω. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την αρχαία ροή του ποταμού Αχέροντα, το είχε προβλέψει κι εκείνος ο γέροντας - Άγιος wanna-be όταν έλεγε το ρητό "Το Μουνί Καράβι Σέρνει" και ίσως εννοούσε την Κιβωτό ή κάποια άλλη γνωστή θαλαμηπόλο. Δεν γρικάς άλλο γρίφους γέροντα... παρόλα αυτά δεν κόβεις και κανά εισιτήριο για τους πιστούς; Κάπως να καλύψουμε τα έξοδα των ποινικολόγων και των συμβολαιογράφων. Όσο και να υπάρχει πλαστικό χρήμα θα χρειαστεί να κατέβει ιπτάμενος δίσκος στη χώρα της πίστης για να φτάσει να ανάβει κερί χρησιμοποιώντας χρεωστική κάρτα. Παπάδες και μπάτσοι, όνειρο κάθε οικογένειας να 'χει κι από έναν για καλό και για κακό. Εμείς σαν γνήσια θηλαστικά, στο υπόλοιπο της ζωής μας μπορούμε να κρυβόμαστε φοβισμένοι πίσω από το δάχτυλο - το μικρό. Να μην θυμόμαστε πως είμασταν χωρίς κλιματιστικά. Κι ας πέρασαν λίγα χρόνια. Να μην παραδεχόμαστε ότι η ευκολία να κάνουμε το σπίτι μας νεκροθάλαμο ισοδυναμεί με το κάνουμε το έξω από το σπίτι μας φούρνο του Άουσβιτς. Κι ας ανακαλούμε την εντεκάδα που πήρε το Euro με αντίστροφη αλφαβητική κατανομή. Να μην καταλαβαίνουμε ότι η λύση δεν είναι περισσότερα φωτοβολταϊκά για περισσότερη κατανάλωση, περισσότερα πλαστικά που οδηγούν σε μέγιστα μικροπλαστικά, περισσότερη ταχύτητα για λιγότερο ελεύθερο χρόνο και τελικά περισσότερη κατανάλωση, άχρηστη κατανάλωση. Όχι, η λύση είναι να δέσουμε την ξαπλώστρα που κοστίζει η τετράωρη χρήση της πενήντα ευρώ και να βουτήξουμε στη θάλασσα. Αφού όμως πρώτα καθαρίσουμε την επιφάνεια από τα λάδια και τα πλαστικά καπάκια του καφέ για να βγει το μπλε της Κουραδίτσας μας φωτεινό και περήφανο στο στόρι μας. 

Όπως επισημαίνεται στην ίδια ανακοίνωση η απαγόρευση επιβάλλεται καθώς «επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια λόγω πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας» και επειδή «απειλείται σοβαρά η διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, της κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών και της λειτουργίας των υποδομών και κοινωφελών εγκαταστάσεων στις συγκεκριμένες περιοχές».. Διαβάστε περισσότερα εδώ: https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/thessaloniki-mploko-tis-el-as-gia-to-europride-poia-mera-apagoreyei-tis-sygkentroseis-diamartyrias

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Πόντιακ Ζόμπι

Ας περιγράψω μια καθημερινότητα χωρίς τα κοινότυπα ότι ήταν κάποτε ή μια φορά κι άλλες τέτοιες εκφράσεις που υποδηλώνουν αμηχανία για το ξεκίνημα. Η αρχή είναι πάντα ονειρική. Σαν μια σχέση, φιλική ή ερωτική. Σαν ένα δίσκο ή ένα βιβλίο. Μια συναυλία ή ένα καινούργιο αυτοκινούμενο. Ένα τραγούδι ή ένα ποίημα. Καταλάβατε... Οπότε εδώ έχουμε την περίπτωση ενός ποντιακού ατόμου. Το επίθετο δεν θα αποτελούσε κάτι το προβληματικό, άλλοι είναι νησιώτες, άλλες στερελλαδίτες, άλλοι αθηναίζοι και άλλες μικρασιάτισσες. Όμως όταν είσαι κατά συνείδηση πόντιος σαν-άνθρωπος και μάλιστα επιλέγεις να βάλεις στο παιχνίδι και ρίζες από Ρωσία μεριά, τότε δεν γεννιέσαι μπάοκ, έγινες. Κοντό μπάοκ. Και λίγο χαζό μπάοκ. Αλλά γνωστό μπάοκ. Και λίγο ευκατάστατο μπάοκ. Από αυτά τα μπάοκ που δείχνουν αντί να γίνονται.

Αυτό το ποντιακό άτομο σπούδασε σε εκείνα τα παλιά τεί που έγιναν αεί και συνέχισαν να δίνουν βασικές γνώσεις νηπιαγωγείου. Αγόρασε ένα μεταπτυχιακό καθώς και ένα μικρό αμαξάκι που είχε ημερομηνία λήξης όση διάρκεια θα έπαιρνε να βρει σύντροφο. Από εκείνους της μιας ζωής. Που γνωρίζεις τους γονείς και κάθε τρίτου βαθμού συγγενή του. Πας στο σπίτι της προγιαγιάς στο βρομερό χωριό τους και της φιλάς το σταφιδιασμένο ισχνό χέρι, λες και ήταν η γιαγιά η γκόμενα κανενός παΐσιου. Είναι έτσι η σειρά. Τελειώνεις το δημοτικό και έχεις ήδη μπει στο δρόμο για μια ευτυχισμένη ζωή. Τη ζωή. Δηλαδή το γάμο και την τεκνοποίηση. Προαπαιτούμενη είναι η σιωπηλή συναίνεση ότι δεν θα διαμαρτύρεσαι και θα γηροκομήσεις εκείνους τους κατουρημένους κώλους που θα προσκυνάς για μερικές δεκαετίες. Όπως ακριβώς ένα ποδήλατο κατασκευάζεται για να προσφέρει τη χαρά της διαδρομής, έτσι και οι τρύπες στον άνθρωπο, μία πάνω - μία κάτω δεν κάνουν μεγάλη διαφορά, ειδικά τα χρόνια αυτά της ασύρματης ζωής που όμως τόσο ορατή είναι σε όλους τους λοιπούς ποδηλάτες ή απλά ιδιοκτήτες ποδηλάτων. Το ποδήλατο είναι η ζωή. Το έλεγε και ο πάνσοφος λαός. Αυτός ο λαός που έχει καταφέρει την ασχήμια, την κλεψιά, τη βρομιά, τη συκοφαντία και λοιπά σοφά καλά.

Οπότε ήρθε και η στιγμή της εκτέλεσης του γεγονότος που μια ζωή ανέμενε. Αυτή τη ζωή. Σε αυτό το σημείο της ανάβασης στο θρόνο, η θέωση, η ονείρωξη πάνω σε δεκάδες ιερόδουλες ή παπάδες ή χωροφύλακες ή γραβατωμένους πολιτικάντηδες, έρχεται με αισθητικά θεατρικά κόλπα αρχαίας κωμωδίας. Μετά είναι το παιδί. Η ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν περιέχει το παιδί. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχεις, υπάρχω κι όσο υπάρχω θα υπάρχεις γιατί ένα παιδί ή και δύο ή και τρία είναι ο λόγος να υπάρχουμε. Υπάρχουμε για να υπάρχουν αυτά. Όπως το ποδήλατο χωρίς τη σέλα αποτελεί όργανο βασανισμού ή ευδαιμονισμού, αναλόγως τις ορέξεις, έτσι και η ζωή υπάρχει για το παιδί - τα παιδιά. Δηλαδή τις αφορμές να βρισκόμαστε και να μας βλέπουν να χορεύουμε με τα χέρια ψηλά, σαν ζόμπι. Ζόμπι που δεν είναι χορτοφάγα. Η περίπτωση απογόνων του ποντιακού ζόμπι ίσως εξεταστεί σε κατοπινά πονήματα, χρειάζεται χρόνος για να χωνέψεις την αηδία. Κι αυτή μεγαλώνει κι απλώνεται η άτιμη, η αηδία. Αν το ανώτατο μοναδικό είδος που οι ηλίθιοι προσκυνάνε υπήρχε τότε θα ήταν η εξέλιξη στο μυαλό και όχι στο πόσο αρωματικό και με τι σχέδια είναι το χαρτί υγείας, το κωλόχαρτο δηλαδή.

Παρόλα αυτά, το ποντιακό ζόμπι δεν θα αισθανθεί ποτέ την μη τελείωση. Έχει τελειώσει από το ξεκίνημα. Γεννήθηκε ολοκληρωμένο. Ήξερε. Ήταν απόλυτα σωστό σε όλα. Γνώριζε. Έκανε επιλογές με βάση τη σύνταξη. Έκανε και το σταυρό του συχνά σε κοινή θέα. Έχτισε σχέσεις και σπίτια και φιλίες και προλόγους για το τέλος. Προδοσία; Όχι. Ανορεξία; Μπα. Ψυχολογική στήριξη; Πεθερικά. Το ζόμπι το ποντιακό σύντομα θα βρεθεί κοντά σου, σε κάποια κοινωνική μάζωξη που δεν ήθελες να πας, όμως τι θα πουν τα σόγια και καλά δεν περνάς αλλά έλα που είχες μάθει να χορεύεις τότε σε εκείνο το σύλλογο και αφού έκανες τον κόπο, ε... ας πάει και το παλιάμπελο. Ξέρει ο λαός, τόσες παροιμίες και μύθους και ιστορίες έχει βγάλει. Ο λαός που απαρτίζεται από πολλά σοφά πόντια ζόμπι που ενίοτε κυνηγάνε νέα θύματα με τα χέρια να κρέμονται ψηλά. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει τους υπόλοιπους πέντε - έξι για να μπορούν να ξεφυσάνε από 'κει κάτω.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

outage καλέ

ήταν ένα σπίτι μεγάλο και τρανό πολύ, στην πόλη του έρωτα και των βαλκανίων την πρωτεύοσα, στη θάλασσα την ελληνική, μπροστά η αμμουδιά κι από πίσω η άσφαλτος. εκεί δεν θα έπρεπε να είναι το σπίτι, μάλλον ούτε κι η άσφαλτος... παρόλα αυτά αρκετοί ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές, πουτάνες και ινφλουένσερς (sic) ήταν πρόθυμοι να σκάσουν τα λεφτά τα πολλά που δεν κόπιασαν κιόλας να τα μετράνε γιατί είχαν φίλους και φιλενάδες να γλύφουν και να τα μετράνε αυτοί, τα σκάσανε και ποτέ δεν είδαν την ασχήμια τους μπροστά στη θάλασσα, στην πόλη, λίγο μετά την τελευταία άσφαλτο, γιατί ποτέ δεν είδαν. όμως πάντα θα θυμάμαι εκείνη τη φορά που μια κοπέλα είπε ότι ζήλεψε την ινφλουένσερ, την πουτάνα, την όχι-τραγουδίστρια, την-σίγουρα-τα-είχε-ή-τα-πήρε-για-να-το-κάνει-και-με-κάποιον-ποδοσφαιριστή, για το σπίτι που χωρίς κόπο πήρε με θέα τη θάλασσα που πια καλύφτηκε από την κίτρινη σκόνη της άθεης δίκη μας ευχής. έτσι κι αλλιώς όλα χάθηκαν / κάηκαν.

ήταν μια εταιρεία, γερμανική... δηλαδή ποιότητα... πολεμική; καταστροφική; αφανιστική; κανείς δεν ήξερε... κανείς δεν ρώτησε όταν άρχισε να απολύει τους έμπειρους υπαλλήλους της στα ελληνικά αεροδρόμια. πέρασε η περαστική αρρώστια και η γερμανική διαχειρίστρια με/χωρίς διαγωνισμό εταιρεία των ελληνικών αεροδρομίων προνόησε μήνα Μάη να προσλάβει υπαλλήλους γιατί το ελληνικό καλοκαίρι ερχόταν/ήρθε με βήμα ταχύ και έπρεπε να προϋπαντήσουμε τους τουρίστες μετά την περαστική αρρώστια στη γαλάζια εξοχή. και δεν υπήρχαν ή δεν προσπάθησε να βρει και να (ξανά) πάρει τους παλιούς έμπειρους, αφού η κυβέρνηση επιδοτούσε τους νέους κι άπειρους και τις εξάωρες εργασίες με απλήρωτες υπερωρίες τριάντα λεπτών πριν και μετά... και όλα αυτά στα βαρέα και ανθυγιεινά με 381 ευρώ το μήνα και το κόστος μεταφοράς στο αεροδρόμιο... δικό σου μάτια μου! [κι είναι αλήθεια το ποσό, κι εγώ δεν το πίστευα όταν το άκουσα, ζήτησα να μου το πουν και τηλεφωνικά λίγο αργότερα, 381 ευρώ μου είπαν, το μήνα - εξάωρη εργασία, κάθε μέρα και κάθε ώρα κυλιόμενα κι αν θες...] έτσι τα καλοκαίρια πια είναι και πάλι γεμάτα καθυστερήσεις από τους ανθρώπους που γεμίζουν το πουγκί, το ξεχειλίζουν κι άλλοι κοιτάνε με τα μάτια κενά και προσπαθούν να θυμηθούν τι έκαναν στραβά και τους βρίζουν οι πελάτες οι καλοί οι τουρίστες οι γερμανοί και το γαμημένο σύμπαν που πάλι συνωμότησε και πήγαν όλα στράφι. 

ήταν ένα λογισμικό που ήθελε να κάνει μια αναβάθμιση. και δεν του κάθισε. η ακριβή η μάνα του ήταν στη θέση της παναγίας σε κάθε σπίτι, ακόμα και στα σπίτια των απίστων. όμως αυτό δεν βοήθησε. κι έτσι το λογισμικό χάλασε. και κρέμασε πολλά εκατομμύρια ανθρώπων που για να πετάξουν, να πιουν νερό, να δουλέψουν από το σπίτι, να κτηματογραφήσουν το ακίνητό τους στην πρασινό-ροζ-γαλαζό-ψωροκώσταινα και να κερδίσουν τον άρτο τον θεαματικό τους - την ήθελαν διακαώς, τους ήταν απαραίτητη. όλα αυτά στην εποχή (σε κάθε εποχή) τους άγχους για γρηγορότερα - για περισσότερα - για ακόμα πιο γρήγορα - για ακόμα πιο πολλά... για όλα αυτά που δεν χωράνε πουθενά.

και μια είδηση της τελευταίας στιγμής: Αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε να κάνει αεροσκάφος με 233 επιβάτες. Η πτήση ξεκίνησε από το Λονδίνο για τα Χανιά αλλά παρουσίασε πρόβλημα στα υδραυλικά του και για το λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητη η αναγκαστική προσγείωση στο Ελ. Βενιζέλος.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Συμπτώσεις από φρέον...

Σε μια νυσταγμένη γαλλική πόλη όπου ο χρόνος φαινόταν να περιπλανιέται άσκοπα ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του εξπρεσιονισμού, εκτυλίχθηκε ένα περίεργο γεγονός που θα άλλαζε για πάντα την κατά τα άλλα κοσμική ιστορία της. Η μόνη πληροφορία που μπορεί να δωθεί είναι ένας τυχαίος ή και άσχετα συμπτωματικός κωδικός, όπως HFC R134a.

Εκείνο το τραγανό καλοκαιρινό Κυριακάτικο μεσημεριανό, καθώς ο ήλιος έλουζε τα πλακόστρωτα δρομάκια με χρυσό φως αγορασμένο από επαρχιακό ενεχυροδανειστήριο, μια μυστηριώδης φιγούρα εμφανίστηκε από το άγνωστο κι ακόμα παραπέρα. Γνωστός μόνο ως θρύλος, φάντασμα μιας ξεχασμένης εποχής, ασημένια σφαίρα από το πουθενά, ήταν σαν άνθρωπος των αντιφάσεων. Το κοστούμι του άστραφτε με χίλια και ένα χρώματα, άλλαζε αποχρώσεις με κάθε βήμα και με κάθε κούνημα των ισχύων του, και το καπέλο του επέπλεε απίθανα πάνω από το κεφάλι του και τα αχτένιστα μυαλά του. Τα μάτια του, μια απίθανη απόχρωση αμέθυστου αλλά και μεθυσμένου από τσίπουρο άνευ γλυκάνισου, άστραφταν με μια αταξία που υποδήλωνε μυστικά πολύ βαθιά γνώση πειραματικής μουσικής για την κατανόηση των θνητών.

Το πρώτο σημάδι της παρουσίας του ήταν μια σειρά από παράξενες συμπτώσεις αλλά και αερίου R417A. Ο αγαπημένος πύργος του ρολογιού της πόλης άρχισε να ηχεί σε τυχαίες ώρες, παίζοντας μελωδίες από ξεχασμένα όνειρα και άλλα όνειρα μέσα στα προηγούμενα όνειρα. Παγάκια έτρεχαν να σωθούν από χάρτινα καλαμάκια και μερικοί πιστοί διάβαζαν το απόδειπνο την ώρα του μεσημεριανού. Τα λουλούδια άνθισαν μέσα στη προκείμενη νύχτα, τα πέταλά τους έλαμπαν με ένα απόκοσμο φως και μερικά ελικόπτερα άρχισαν να κυνηγάνε τους τελευταίους πελεκάνους της περιοχής. Ψίθυροι συνομιλιών που δεν είχαν γίνει ποτέ στριφογύριζαν στις γωνίες και στα σοκάκια, σαν δίσκοι που τελείωσαν και συνέχισαν να γυρνάνε σε μη-αυτόματα πικάπ.

Ένα κάποιο βράδυ, εκείνο που ήρθε μετά το μεσημέρι, κάτω από έναν ουρανό βαμμένο με σουρεαλιστικές αποχρώσεις του βαθύ μαύρου και του σερουλέαν, διαπράχθηκε ένα κάποιο έγκλημα. Το πολύτιμο αγαθό του δημάρχου που εκλέχθηκε παμψηφεί για δεύτερη φορά, μια πυξίδα τσέπης αντίκα που φημολογείται ότι περιέχει ένα κομμάτι αιωνιότητας, αλλά και την κατεύθυνση που χάθηκε η Ατλαντίδα, εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος. Η πυξίδα είχε φυλαχτεί σε μια κλειδωμένη γυάλινη θήκη, φρουρούμενη από μια μοίρα μηχανικών πουλιών που τραγουδούσαν τραγούδια αγροτικής επαγρύπνησης. Στην παρέα προστέθηκαν πολλά ψυκτικά αέρια και υγρά και στερεά σε μορφή τετραγώνου αλλά και σταυρού, που βασίζονταν στο φθόριο και θεωρούνταν σύμφωνα με τα παλαιοληθικά τροπάρια ότι συνέβαλλαν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (GWP) και στην καταστροφή της στιβάδας του όζοντος (ODP).

Ένας αυστηρός επιθεωρητής, άνθρωπος της λογικής και του έννομου παραλόγου, πρώην στατιωτικός και ακόμα πιο πρώην ορθόδοξος χριστιανός, κλήθηκε να ερευνήσει. Τα κοφτερά μάτια του δεν έχασαν τίποτα καθώς άρχισε την αναζήτησή του. Θα προτιμούσε να είχε παρευρεθεί ως κύριος πρωταγωνιστής σε μία μεσημβρινή πετυχημένη πεολειχία, αλλά δεν του έκατσε τότε. Αντί αυτής, βρήκε φύλλα από πρωινή μπουγάτσα εμπλουτισμένα με σοκολατούχο ρόφημα. Βρήκε ραβασάκια από έρωτες που διαπράχθηκαν κάτω από τραπέζια. Βρήκε τετράφυλλα τριφύλια και μια έκδοση επτά δίσκων με φωνές βατράχων από τον Ουζμπεκιστάν. Αλλά η μυστηριώδη φιγούρα δεν ήταν ένας κάποιος συνηθισμένος κλέφτης. Άφησε πίσω μόνο ένα ίχνος ελάχιστων ενδείξεων σουσαμιού που αψηφούσαν τους νόμους της πραγματικότητας. Λίγο μετά από εκείνη τη στιγμή, ένας πίνακας στην κεντρική τράπεζα μεταμορφώθηκε σε χάρτη όταν τον άγγιξε το φως του νέου Ιουλιάτικου φεγγαριού. Μαζί ένα κρυπτικό ποίημα εμφανίστηκε στους τοίχους του γειτονικού αρτοποιείου, σαν σύμπτωση κι αυτό γραμμένο με αλεύρι και ζάχαρη, που εξαφανιζόταν όταν απαγγέλεται δυνατά στη Των αγίων Πάντων. Πάντως κατά σύμπτωση στην πλατεία της πόλης, ένα σιντριβάνι έρεε με μελάνι αντί για νερό, συλλαβίζοντας μηνύματα ορατά μόνο στις αντανακλάσεις.

Τότε, από το πουθενά, ένα ψυγείο ξεχύθηκε σε εκείνη την ειρηνική πλατεία της πόλης. Δεν ήταν μια συνηθισμένη συσκευή. Είχε γίνει μέσω ηλεκτρονικής παραγγελίας μετά το μεσημεριανό ντερλίκωμα. Έλαμπε με μια απόκοσμη, εξωγήινη λάμψη, βούιζε με μια ανησυχητική ενέργεια, πάγωνε τα βλέμματα και έριχνε άηχες πορδές φρέον με σύνομη διαδικασία. Αργά εκείνο το βράδυ, οι κάτοικοι της πόλης ξύπνησαν από τον ήχο ενός βαθύ, μηχανικού γρυλίσματος. Το ψυγείο είχε ζωντανέψει, με την πόρτα του να ανοίγει για να αποκαλύψει μια άβυσσο από αστέρια που στροβιλίζονται και μακρινούς γαλαξίες και λοιπά σούπερ μάρκετ εικοσιτετραώρου λειτουργίας. Ήταν μια εξωγήινη οντότητα, ένα πλάσμα από μια άλλη διάσταση, και άρχισε να σπέρνει τον όλεθρο στην πόλη, μαζί με βιντεοκασέτες που κάποτε είχαν χαθεί μυστηριωδώς και τώρα επέστρεφαν σε δυάδες.

Το ψυγείο κύλησε στους δρόμους, με την κρύα ανάσα του να παγώνει τα πάντα στο πέρασμά του.  Συμπτωματικά, κάθε άτομο που περνούσε στα τριάντα δύο βήματα από τα δεξιά του, ένιωθε μια απίθανη ανατριχίλα, σαν να αφαιρούνταν από το μυαλό τους οι δικές τους αναμνήσεις και να αποθηκεύονταν στα παγωμένα βάθη του. Μεγάλη γκάμα συσκευασιών ανάλογα με τις ανάγκες όλων των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους εμφανίστηκε ξαφνικά σε φιαλίδια, φιάλες 10-12 κιλών, φιάλες 40-54 κιλών, κυλίνδρους 1 τόνου κτλ. Ο επιθεωρητής, αποφασισμένος να λύσει το μυστήριο, ακολούθησε το παγωμένο μονοπάτι του ψυγείου, όταν από μια ακόμα κίτρινη κατουρλί σύμπτωση έπεσε στα πόδια του ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο με γεύση HFO R1234yf, εμπλουτισμένο με το φυσικό ψυκτικό φιλικό προς το περιβάλλον, R290.

Σε μια περίεργη ανατροπή, ο ίδιος επιθεωρητής που έμοιαζε τραγικά με τον πρώην διευθυντή ασφαλιστικής εταιρείας διαστημοπλοίων σε Ελληνική επαρχιακή πόλη, έπεσε πάνω στην ίδια μυστηριώδη φιγούρα, η οποία φαινόταν να επικοινωνεί με το ψυγείο των εξωγήινων μέσω κρυπτικών χειρονομιών και άλλων απόκοσμων ήχων (musique concrete & electroacoustic). Τα μάτια της φιγούρας άστραψαν με την ίδια άτακτη λάμψη και ο επιθεωρητής συνειδητοποίησε ότι τα δύο συνδέονταν με τρόπους πέρα ​​από την κατανόηση των κοινών υπαλλήλων ταμείων αλλά και επιθεωρητών πωλήσεων. Άρχισε να μετράει ανάποδα και ανά τέσσερα από το 1320 μέχρι την τετραγωνική ρίζα του 7680. Τότε μόνο ο επιθεωρητής βρέθηκε μέσα σε ένα παιχνίδι εξυπνάδας τόσο με τη αινιγματική φιγούρα όσο και με το εξωγήινο ψυγείο, ένα παιχνίδι όπου τα διακυβεύματα ήταν ο ίδιος ο ιστός του χρόνου και της πραγματικότητας σε ρυθμούς π εις τη ν. Οι μέρες μετατράπηκαν σε νύχτες εν ριπή οφθαλμού, και οι κάτοικοι της πόλης βρέθηκαν παγιδευμένοι σε έναν χορό σκιών και φωτός, με τις ζωές τους να μπλέκονται με όνειρα και ξεχασμένες αναμνήσεις. Ένα μπλε αμάξι πέρασε από τον αγροτικό δρόμο με τα φώτα κλειστά, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Η ζωή συνεχίστηκε μέχρι τέλους.

Τότε, σε εκείνο το τέλος, ένα παιδί μεταναστών ήταν που έλυσε τον γρίφο. Με αθώα μάτια που έβλεπαν πέρα ​​από τα συνηθισμένα, ανακάλυψε το μυστικό που ακόμα και τώρα κρύβεται μέσα στην αρχαία υπόγεια βιβλιοθήκη της πόλης. Ένα παλιό, σκονισμένο βιβλίο ψιθύριζε μυστικά του χρόνου και του χώρου, με τις σελίδες του γεμάτες σύμβολα που χόρευαν και μετακινούνταν σαν ζωντανά πλάσματα στα μάτια των παιδιών που είναι ακόμα παδιά. Φυσικά οι κάτοικοι λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου το παιδί μεταναστών ενώ αντίθετα γυάλιζαν το εξωγήινο ψυγείο με αγιασμό και σπέρμα αγίων μέχρι να εκείνο να διαμαρτυρηθεί εντόνως. Ικανοποίησαν έτσι εμπράκτως την επιθυμία τους να γυρίσουν σελίδα σε επτά χρόνια περιφρονητικής και διαβρωτικής εξουσίας περάσματος του παιδιού μεταναστών από τη βρεφική στην επικίνδυνη νεανική ηλικία.

Καθοδηγούμενος από τη διορατικότητα του νεκρού παιδιού, ο επιθεωρητής αντιμετώπισε τη αινιγματική φιγούρα και το ψυγείο εξωγήινων στην καρδιά της πλατείας της πόλης, κάτω από έναν ουρανό που έλαμπε από αστέρια και ιστορίες, αλλά και διαμέσου νεφών βρισιών, εξάψαλμων και μαντινάδων των ντόπιων. Εκεί αποφασίστηκε η βιαστική ανακωχή, η σύναψη δανείου με δυσμενείς όρους για όλες τις πλευρές και η κοινή προσευχή ώστε και έτσι έκαναν μια πρόχειρα βιασμένη συμφωνία. Η πυξίδα επιστράφηκε μέσω μια μαύρης τρύπας ως ρολόι τσέπης, το κομμάτι της αιωνιότητάς της ανακηρύχθηκε ανέπαφα παρθένο, και η μυστηριώδης φιγούρα παρέα με το ψυγείο εξωγήινων εξαφανίστηκαν στην ομίχλη για άλλη μια φορά ξανά, αφήνοντας πίσω μια πόλη που άλλαξε για πάντα από την παρουσία τους. Ή και καθόλου.

Η ζωή στην πόλη (δυστυχώς) επέστρεψε στον νυσταγμένο ρυθμό της, αλλά η ανάμνηση της αινιγματικής φιγούρας και του εξωγήινου ψυγείου παρέμεινε για άλλα επτά λεπτά. Ο επιθεωρητής άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια των ερευνών του στους τοίχους με στένσιλ. Κυρίως στον τοίχο μιας μονοκατοικίας όπου αχειροποίητα χαράχθηκε με την εντολή του το ρητό του γέροντα Παφνούτιου: "Το Μουνί Καράβι Σέρνει" και κατόπιν υπέγραψε με έναν σταυρό διανθισμένο με λουλουδάκια κόκκινα και πέταλα κίτρινα. Οι κωδωνοκρουσίες του πύργου του ρολογιού έφεραν μια νότα μαγείας, τα ραδίκια εξακολουθούσαν να λάμπουν ανάποδα και αχνά τη νύχτα, και οι κάτοικοι της πόλης, τώρα πιο σοφοί στα μυστήρια του κόσμου, ζούσαν με ένα νέο θαύμα στην καρδιά τους. Αναρωτιόντουσαν τι κατηγορίας καταναλώσης να ήταν εκείνο το ψυγείο εξωγήινων καθώς και αν το καλώδιο παροχής ήταν πάνω από ένα μέτρο και είκοσι δύο εκατοστά. Στις ήσυχες στιγμές του μέλλοντος, όταν ο αέρας ψιθύριζε στους δρόμους ιστορίες βγαλμένες από χαζά μυαλά, σχεδόν όλοι τους με τη βοήθεια του γέροντα, άκουγαν το γέλιο της αινιγματικής φιγούρας και το μακρινό βουητό του ψυγείου εξωγήινων, να αντηχούν στο χρόνο. Συμπτωματικά κάθε μεσημέρι στις τρεις και δεκαέξι μια παραγγελία ολοκληρωνόνταν και ένα ποτήρι παγωμένης ρακί έπεφτε στο πάτωμα και δεν χυνόταν στάλα.

Η παραγγελία της Κυριακής 30 Ιουνίου θα εκτελεστεί την επομένη, δηλαδή Δευτέρα 1 Ιουλίου. Καλοτάξιδο το ψυγείο. Συμπτωματικά το ψυγείο δεν είναι καράβι άρα δεν σέρνει... παρόλα αυτά στις οδηγίες αλλά και στον εσπερινό σήμερα πρέπει να μνημονευτεί ότι: «στη γραφική γαλλική πόλη, το ψυγείο των εξωγήινων, που λάμπει από τον κοσμικό παγετό, δήλωσε: "Συμπτωματικά, κάθε φορά που βουίζω, οι κάλτσες κάποιου εξαφανίζονται!" αναγκάζοντας τον σαστισμένο επιθεωρητή και την κοντή κρυφή βοηθό του, να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη φύση της πραγματικότητας αλλά και την ξαφνική έλλειψη ζεστών ποδιών».

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

το "τς"

στο τόπο με το τίποτα κανείς δεν χάνει, ούτε αυτός ούτε αυτή ούτε τα μυστήρια, πρέπει να καθιερωθεί, καλύτερα να κάνουν μυστήρια αντί για παιδιά, καλύτερα να συνεχίζουν να πετάνε τα τσιγάρα απ' τα μπαλκόνια αντί να επιλέγουν τετράποδα ζώα συντροφιές - υπάρχουν κι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες με δυο λιγότερα, κι έτσι βρέθηκα να ζητώ και να πληρώνω τις απαραίτητες υπηρεσίες χασάπικου ενός βαθμολογούμενου με 4,9 αστεράκια στην πόλη που βράζει στο ζουμί της λόγω τοπικής ανοησίας, κι εγώ ως μέτοχος στην απέραντη έκταση της σύγχρονης πόλης, όπου οι τσιμεντένιοι άναρχοι πύργοι διαπερνούν τον ουρανό και οι δρόμοι τρυπιούνται και πάλλονται με αδιάκοπη δραστηριότητα, τα σκυλιά ξεχνιούνται, ονομάζονται κατοικίδια, μετά ζώα συντροφιάς από αυτά που δεν ψηφίζουν όμως κάθε τετραετία, μετά ψυχούλες και η ύπαρξή τους περιορίζεται σε απλό θόρυβο μέσα στην κακοφωνία της ανθρώπινης ελεεινής προόδου, αυτά τα πλάσματα, κάποτε σεβαστά ως πιστοί σύντροφοι σε διανθισμένες ιστορίες παλαιότερων, τώρα περιφέρονται στις τσιμεντένιες ζούγκλες, τα πνεύματά τους σπασμένα από την ανυποχώρητη πορεία της αστικοποίησης - του κέρδους - της κακίας, τα μάτια τους σχεδόν κενά, είναι σκιές που γλιστρούν ανάμεσα στα βρομισμένα σοκάκια με τα αυτοκίνητα να τα κυνηγούν, ψάχνουν για σκουπίδια ανάμεσα στα υπολείμματα της ανθρώπινης κατανάλωσης, εκείνα τα μάτια τους, κάποτε λαμπερά και γεμάτα ζωή, τώρα θαμπά και γυαλισμένα από τσαλακωμένα ξεσκονόπανα, εσείς μιλήστε για ένα βάσανο τόσο βαθύ που ξεπερνά το φυσικό, πείτε για ένα μαρτύριο ψυχής, μια αγωνία που γεννιέται από παραμέληση και αδιαφορία, γιατί σε αυτή την ερωτιάρικη πόλη, την άκαρδη σχεδόν μητρόπολη μιας ολόκληρης άσχημης χερσονήσου, δεν υπάρχει χώρος για συμπόνια, δεν υπάρχει χώρος για τρυφερότητα, μόνο η σκόνη από τα ζώα, μόνο το αδυσώπητο άλεσμα της επιβίωσης, τα πεζοδρόμια, γεμάτα πρόσκαιρη γλιστερή βροχή και ασκούπιστα από τα πεταμένα όνειρα, γίνονται πεδίο μάχης όπου τα σκυλιά κάνουν πόλεμο για την ίδια τους την ύπαρξη, περιηγούνται στον λαβύρινθο από μπετόν και φθηνό χάλυβα, αποφεύγοντας τροχοφόρα και σκληροτράχηλους πεζούς έτοιμους να σφάξουν στο γόνατο κάθε ημιμαθή, με τα κορμιά τους σημαδεμένα - σχεδόν τρύπια - και χτυπημένα από αμέτρητες συναντήσεις με τις σκληρές πραγματικότητες της αστικής ζωής, τον θόρυβο, τον ανελέητο θόρυβο, τα ευαίσθητα αυτιά τους, μια ατελείωτη συμφωνία σειρήνων και κραυγών, μηχανών που βρυχώνται και κόρνες, ο φόβος, ο φόβος κάθε στιγμής και ο κίνδυνος, ο κίνδυνος που ελλοχεύει σαν αυτοκόλλητο μέσα στα γαριδάκια, είναι ένα μαρτύριο που δεν γνωρίζει ανάπαυλα, ένα αδιάκοπο μπαράζ που τους φθείρει τα νεύρα και τους οδηγεί στο χείλος της τρέλας, μέσα κι έξω απ' αυτήν, οι άνθρωποι, βυθισμένοι στις δικές τους επιδιώξεις, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - αγνοούν τα βάσανα που τους περιβάλλουν, τα μάτια τους καρφωμένα στις ελάχιστες οθόνες, το μικρό κουτό μυαλό τους απασχολημένο με τις επιπόλαιες τρελίτσες της σύγχρονης ύπαρξης, χρήματα - αναγνώριση - κατανάλωση - πατούν πάνω από τα σκυλιά καθώς κείτονται στις υδρορροές, τα κορμιά τους αδυνατισμένα ή τουμπανισμένα, να τρέμουν από την πείνα ή από την κατανάλωση σκουπιδιών, οι κάποτε δυνατοί μύες χάνονται σε σκιές του πρώην ζωικού εαυτού τους, είναι φαντάσματα, που στοιχειώνουν την περιφέρεια της ανθρώπινης συνείδησης, αυτά που αφέθηκαν από ανώτερα όντα, οι κραυγές τους για βοήθεια ανήκουστη, οι εκκλήσεις τους για έλεος αγνοούνται, δεν εισακούγονται, η πόλη, με τα πανύψηλα γι' αυτά οικοδομήματα και τις μεγάλες λεωφόρους της, είναι ένα μνημείο για τα ανθρώπινα επιτεύγματα, αλλά είναι επίσης μια απόδειξη της ανθρώπινης σκληρότητας, ένα μέρος όπου οι αδύναμοι και ευάλωτοι παραμερίζονται, ξεχνιούνται στην ακατάπαυστη επιδίωξη της προόδου και της ολιγόλεπτης γρήγορης βόλτας μια φορά λίγο μετά την επιστροφή τους, γρήγορα, να αποφύγουμε τους άλλους που δεν μπορούν να μας θαυμάσουν, μια φωτογραφία, μια ιστορία, μια ανάγκη στα γρήγορα και πίσω στο μικρό κλουβί μέσα στο μεγάλο κλουβί, τα σκυλιά, με τα παραπονεμένα αυτιά τους και τα κουρασμένα σώματά τους, είναι μια έντονη υπενθύμιση του κόστους αυτής της προόδου, φέρουν τα σημάδια της αδιαφορίας της ανθρωπότητας, τα βάσανά τους μια σιωπηλή επίπληξη για την σκληρότητα της αστικής ψυχής, την αδιαφορία της εκκλησιαστικής μόρφωσης, οι κρύοι, απρόσωποι και θεόστραβοι δρόμοι είναι οι τελικοί εκτελεστές τους, δεν βρίσκουν παρηγοριά, δεν βρίσκουν καταφύγιο από τον ατελείωτο κύκλο του πόνου και της παραμέλησης, είναι τα ξεχασμένα θύματα ενός κόσμου που έχει χάσει την ικανότητά του για πραγματική ενσυναίσθηση, κι όμως... οι νύχτες είναι οι χειρότερες, το κρύο εισχωρεί στα κόκαλά τους καθώς κουλουριάζονται στις πόρτες και κάτω από παγκάκια, αναζητώντας τη λίγη ζεστασιά που μπορούν να βρουν, όχι την πραγματική - αλλά την άλλη, τα όνειρά τους στοιχειωμένα από αναμνήσεις καλύτερων ημερών, εποχών που τους αγαπούσαν και τους φρόντιζαν, τότε που για λίγες μέρες έζησαν χαρά - έζησαν πόθο - αγαπήθηκαν - τους κοίταξαν στα μάτια, δίχως απαιτήσεις και νυστέρια, τώρα, εκείνες οι μέρες δεν είναι παρά μακρινοί απόηχοι, αχνοί και ξεθωριασμένοι στο σκληρό φως της εθνικής πραγματικότητας, αποδείξεις που δεν κρατήθηκαν και καλώδια βγαλμένα με το ζόρι, ξυπνούν κάθε στιγμή σχεδόν από την ίδια ζοφερή ύπαρξη, μια φωνή, μια εξάτμιση, ένα πυροτέχνημα, καμιά ελπίδα, και δίνουν έναν ατελείωτο αγώνα για να επιβιώσουν σε μια πόλη που δεν έχει θέση για αυτά, έχει για όλα τα άλλα, τα δίποδα, αλλά δεν έχει για αυτά, χωρίς σκέψη, μόνο με εικοσιτετράωρες ιστορίες κι καρδιές στο ίδιο χρώμα, οι ζωές τους μια απόδειξη της σκληρότητας που κρύβεται κάτω από τα πρώτα χιλιοστά της επιφάνειας του ανθρώπινου πολιτισμού, για όλες τις προόδους και τα επιτεύγματά της, η χώρα παραμένει ένας τόπος βαθιάς ταλαιπωρίας για όσους έχουν μείνει πίσω, μαζί με τα σκυλιά, με τα σπασμένα τους σώματα και τα κακοποιημένα πνεύματα, είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες αυτού του πόνου, η παρουσία τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια , είναι κούφια και άδεια, μόνο πρόφαση για περισσότερη λεφτά, περισσότερες λαμαρίνες, λιγότερο χρόνο, λιγότερη ζωή, κατανάλωση - επίδειξη - επόμενη ζωή δεν υπάρχει, κι αυτά περιπλανώνται στους δρόμους, τα μάτια τους αναζητούν μια καλοσύνη που δεν έρχεται ποτέ, τα σώματά τους αδυνατίζουν κάθε μέρα που περνάει, τα πνεύματά τους διαβρώνονται αργά κάτω από το βάρος ενός ατελείωτου μαρτυρίου, στο τέλος, αφήνονται να πεθαίνουν μόνα, είχαν ήδη πεθάνει για τους ιδιοκτήτες, χωρίς φωτογένεια - χωρίς ζωή, τα σώματά τους πεταμένα και αόρατα σαν τόσα απορρίμματα, μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας του σύγχρονου αυτού εδώ τόσο παλιόκοσμου, και η πόλη, με όλο της το μεγαλείο, είναι ένας τόπος βαθιάς θλίψης, ένας τόπος όπου οι πιο ευάλωτοι ανάμεσά μας αφήνονται να υποφέρουν και πεθαίνουν στη σιωπή, οι κραυγές τους δεν ακούγονται, ο πόνος τους δεν αναγνωρίζεται, είναι τα φαντάσματα του αστικού τοπίου, οι ζωές τους ένα σιωπηλό κατηγορητήριο της σκληρότητας που βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρώπινης προόδου, της επαναλαμβανόμενης κατανάλωσης, στα βάσανά τους βλέπουμε το πραγματικό κόστος της αδιαφορία μας, το βλέπουμε; (αναρωτιέμαι και ξεχνώ), ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένα σώματα και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλα εκείνα τα επιτεύγματά μας δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να πληρώσουμε, ο πολιτισμός μας προχωρά, αδυσώπητος και αδιάφορος, σαν επαγγελματίας σφάχτης που αφαιρεί τεμάχια από το εσωτερικό των σημάτων, αφήνοντας πίσω του ένα ίχνος ξεχασμένων ψυχών, τα σκυλιά, τόσο τα μη εμφανή σε φωτογραφίες αδέσποτα όσο και τα εμφανή σε ιστορίες κατοικίδια, με τα κουρασμένα και σπασμένα σώματά τους, είναι η πιο οδυνηρή υπενθύμιση αυτού, το βάσανό τους καθρέφτης της δικής μας χαράς και ικανότητας για σκληρότητα, μια σκληρότητα που, παρ' όλες τις προόδους μας, παραμένει τόσο διάχυτη και ολέθρια όσο ποτέ, ίσως κι όπως πάντα όμως, αλλά στο τέλος, πάλι, τα τετράποδα πεθαίνουν μόνα τους, τα κορμιά τους αφήνονται να σαπίζουν στις γωνίες και τα πανάσχημα αλσύλλια της πόλης, οι ζωές τους μια τραγική απόδειξη της αδιαφορίας της ανθρώπινης ψυχής, είναι τα φαντάσματα του σύγχρονου κόσμου, η ταλαιπωρία τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία μας, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδος, χωρίς συμπόνια, δεν είναι τίποτα άλλο από μια κούφια και κενή επιδίωξη στο ανελέητο κυνήγι της προόδου, χωρίς αναρτήσεις χωρίς επευφημίες, κι εσύ έχεις ξεχάσει το πραγματικό κόστος των επιτευγμάτων που υπηρετείς, ένα κόστος μετρημένο σε σπασμένες ψυχούλες και συντετριμμένα πνεύματα, ένα κόστος που, για όλες τις προόδους μας δεν μπορείς ή δεν θέλεις να πληρώσεις, και έτσι, αυτά συνεχίζουν να υποφέρουν κι εσύ να κωφεύεις, η ζωή τους μια σιωπηλή επίπληξη για την αναισθησία σου, ο θάνατός τους μια υπενθύμιση ότι η πρόοδός σου, χωρίς συμπόνια, δεν είναι παρά μια κούφια και κενή επιδίωξη για περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, να είσαι ποθητός/η, αρεστός/η, δολοφόνος

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

το ψυγείο - ψυγείο

ας αγοράσουμε ένα ωραίο ψυγείο, από αυτά που χωράνε πολλά πράγματα, να μη χαλάνε, να μην τα πετάμε χαλασμένα, θα τα πετάμε μόνο όταν λήξουν ή όταν θέλουμε. ας το αγοράσουμε. τι χρώμα θα είναι; πόσο λίτρα φαγώσιμα θα χωράει; να του βάλουμε και μια κορδέλα. να του κάνουμε τα εμβόλια. να το διαβάσει ο παπάς. πόσα θέλει για να έρθει σπίτι μας μετά τη δουλειά; τη δική σου. εγώ δεν δουλεύω. ούτε αυτός. τη μέρα που θα έρθει στο σπίτι μας θα ντυθούμε όμορφα. φτάνει πια με τις πυτζάμες. καινούργιο ψυγείο θα έρθει. όχι ο παπάς. δε θα χρειαστεί άλλη φορά να ετοιμαστούμε στις έξι το απόγευμα, να πάρουμε το λεωφορείο στις έξι και μισή, να περάσουμε απέξω από την εκκλησία του Κωστή και της Λένας που γιορτάζουν την επομένη, να περπατήσουμε μέχρι τις επτά και μισή, να παραγγείλουμε μια μπύρα και μια λεμονάδα ενώ θέλαμε καφέ στις επτά και σαράντα, να φύγουμε στις οχτώ και είκοσι πληρώνοντας μετρητά, να πάμε μέχρι την πιτσαρία που κάνει την καλύτερη πίτσα στις οχτώ και μισή, να φύγουμε από την πιτσαρία που κάνει την καλύτερη πίτσα και έχει δέκα άτομα ουρά απέξω στις οχτώ και σαράντα, να περάσουμε όλα τα αραβικά κι ασιατικά μαγαζιά της πόλης μέχρι της εννέα και την κεντρική οδική αρτηρία στις εννέα και τέταρτο, να φτάσουμε στην αφετηρία των λεωφορείων στις εννέα και μισή, να μην έρχεται λεωφορείο και να πάμε μέχρι την κεντρική πλατεία στις δέκα παρά τέταρτο, κι εκεί να μην έρχονται λεωφορεία γιατί έρχεται ο πρωθυπουργός, να μη μιλάμε, να μην μπούμε στο πρώτο λεωφορείο, να μπούμε στο επόμενο στις δέκα περίπου, να φτάσουμε μετά κι από λίγο περπάτημα στο σπίτι, δέκα και μισή, τέσσερις ώρες μακριά από το ωραίο μας ψυγείο για σαράντα λεπτά χωρίς κουβέντα στον έβδομο όροφο ενός σημερινού ξενώνα να ρεμβάζουμε κεραίες ενώ δίπλα μας ένα ζευγάρι είναι στο πρώτο τους ραντεβού κι από την άλλη ένα τρίο διαγωνίζεται ποιος είναι ο ηλιοθιότερος. και δεν καθόμασταν να ονειρευτούμε στον προσωπικό του κόσμο ο καθένας μας το ψυγείο μας;

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ψιτ! Εγώ είμαι ανώτερος Μαλάκας αλλά ξέρω Nasenbluten και περπατώ καθημερινά στη Σαλονίκη (2-3 ώρες μετά τα ξημερώματα)

λοιπόν... μάθημα των τελευταίων μηνών... πρώτον. αν έχεις γενικά συναισθήματα και ηθική σκέψη μην ασχοληθείς ποτέ με σκύλο / σκύλα... ειδικά από κουτάβια. δεύτερον. αν είσαι σταθμάρχης και μπήκες εκεί χωρίς την αξία σου μην πάρεις ποτέ μια ιερόδουλη εν ώρα εργασίας και ειδικά μέσα στο χώρο "εργασίας" σου. τρίτον, πάψε να κάνεις πλάκα με τα θεία και τους πρώιμους θείους - θείες που νόμιζες ότι ήταν του φιλικού σου περιβάλλοντος. εξωγήινα όντα είναι που σε βλέπουν σαν εξωγήινο. τέταρτον, αν θες να είσαι χαλαρός φύγε... δεν θα φύγουν αυτοί. φύγε εσύ. αλλιώς ετοίμασε απαντήσεις στις ερωτήσεις... τους. οι θυσαυροί δεν χάθηκαν - οι θυσαυροί είναι χαμένοι. ψιτ! φεύγοντας πάρε τον flyover ε... μην ξεχνιόμαστε! αχαχαχαχα, ειδικά εσύ... είσαι ένας ψοφοφόρος...

πάμε να συμμετάσχουμε σ' ένα μπάτσελορ; ψήνεσαι; ψήθηκα. να κάνουμε καρτ, να φουσκώσουμε μπαλόνια, να τρέξουμε για εβδομήντα μέτρα με ρυθμό μαραθωνίου στις παραλίες με τα λύματα της πόλης, να ονειρευτούμε ότι πηδιόμαστε και να μην πηδιόμαστε γιατί παντρευόμαστε και έχουμε λεφτά, θυμάσαι; πηδιόμασταν όταν δεν είχαμε λεφτά; παραψήθηκες. βάλε Nasenbluten και κατά προτίμηση Show Us Your Tits. τα τρία δευτερόλεπτα δημοσιότητάς σου τελειώσαν με τη φετινή γιουροβίζιον και το μέλλον σου είναι λαμπρό σαν τα χειμερινά σαββατιάτικα τηλεοπτικά σόου της χώρας των Βελόπουλων. ως κάτοικος της Silicon της Valley των παγκόσμιων βαλκανίων νιώθω σαν χαμένη επενδυτική ευκαιρία.
σε λοιπά θέματα της γειτονιάς... επαγγελματικές αυτόβουλες κινήσεις. τρεις επιχειρήσεις. τρεις κοπέλες κάτω των 25. κι οι τρεις ανέλαβαν οικογενειακές εστίες χρήματος, ένα μανάβικο, ένα παλαιοπωλείο (και τα δυο σε γωνίες) κι ένα κατάστημα πώλησης χαλιών. τρεις κοπέλες. τρεις τρύπες απ' το παρελθόν γεμάτες χρήμα και κακό - κάκιστο γούστο. εκτός γειτονιάς...καθημερινές γονυκλισίες να φύγω μετά από άλλα πενήντα και βάλε χρόνια στον ύπνο μου γιατί αλλιώς θα ψάχνουν να βρουν συγγενείς για να χρεώνουν σημερινά 140 ευρά τη νύχτα μια αποκλειστική που θα παίζει τάβλι με τρεις Νιγηριανούς στο κινητό της και θα ψωνίζει πλαστικά άχρηστα αντικείμενα από το Temu. το Adonis χτίζει για το μέλλον (του).

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

τοπ χιτς φορ έβερ

μια στεναχώρια όπου γυρίσω το βλέμμα μου και προσπαθώ να μην με αποσπώ από τον ουρανό. σε κάθε βόλτα βρέφη έπαθλα και φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο... επαναλήψεις δημοσιογράφων που έλκονται από μια ευρωπαϊκή καρέκλα... από αφρικανικές βίζιτες... από ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε τρύπιους δρόμους. στεναχώρια που έχει ζέστη κανένα τρίμηνο νωρίτερα από το αναμενόμενο. να μαθαίνεις να μην περιμένεις, να μαθαίνεις να μην ελπίζεις, να μαθαίνεις ότι κάποιος άλλος ξέρει. εν τω μεταξύ... πρώτον. κούρσα με ταξί 4χλμ πήγε στα πρωτοφανή επίπεδα των 8ευρώ δίχως κίνηση και κλέψιμο και δεύτερον. επίσης σε πρωτοφανή για την εποχή επίπεδα βρίσκεται πια μόνιμα η θερμοκρασία στην επιφάνεια της θάλασσας. την πρώτη περίπτωση δεν μπορείς να τη συζητήσεις γιατί η επαγγελματίας οδηγός μιλάει με φίλη της που έχει οικογενειακά προβλήματα καθ' όλη τη διάρκεια της κούρσας. τη δεύτερη περίπτωση όταν πας να τη φέρεις στο προσκήνιο μαθαίνεις με αποκαλυπτικό τρόπο ότι προκαλούν συννεφιές με τους ψεκασμούς και οι συννεφιές κρατούν τις υψηλές θερμοκρασίες χαμηλά, στο έδαφος και στην επιφάνεια της θάλασσας και φυσικό είναι να ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες παντού! η αποκάλυψη ολοκληρώνεται με το πατρόν τύπου: "τι δεν καταλαβαίνετε όλοι σας με την δήθεν κλιματική αλλαγή;" μερικές φορές αναρωτιέμαι, πόσο εύκολα διαρρέουν τα στοιχεία μου εδώ κι εκεί, για το εκεί είμαι σχεδόν σίγουρος, παίρνει λιγότερο από μια ώρα... μια φορά να πατήσεις σκατά θα τα μυρίζεις για πάντα, στον κόσμο των εμφυλίων, των υποκριτών, στο κόσμο σου να περνάς σκατά.

Top Hits '88 (1988, Vinyl) - Discogs

ψιτ... φωνάζει εκείνος ο μαυριδερός κοντός φαλακρός και νεότερος συγγενής μου, χιτ... μου έρχεται στο μυαλό - βασικά εκείνα τα πολλά ποιοτικά Top Hits '84-'89 που είχαν αξία σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο δίχως προσωπικότητα, τσακ - μπαμ τελειώσαμε με τον Άι Βασίλη, φέρτε τα σπληνάντερα τώρα... κουνάω το κεφάλι, διώχνω τη συννεφιά σκόνης και προχωρώ απειλητικά προς αυτόν ενώ γελάω με το χακί μπλουζάκι North Face, την κίτρινα τσάντα North Face, τα μπλέ παπούτσια North Face και τη φάτσα του αριστερού ζηλωτή... νοίκιασα το σπίτι χίλια πεντακόσια το μήνα και χρωστάω δώδεκα μισό χιλιάδες, η μαμά και ο μπαμπάς δεν έχουν, τις καλλιέργειες τις παράτησα, λεφτά δεν έχω, θα πάω στο Marrakesh από 'βδομάδα... τόση πληροφορία με έκαψε, αλλάζω κασέτα και προχωρώ. κάνω αίτηση ηλεκτρονικά για να πάρω μια απλή βεβαίωση κατοικίας με επισύναψη προς το δημόσιο ένα χαρτί του δημοσίου (εφορίας), το δημόσιο με καλεί (στο σταθερό!) για να ζητήσει ταυτοποίηση με ένα χαρτί παροχής ρεύματος από ιδιώτη. επόμενη κασέτα... βρίσκομαι σε αίθουσα αναμονής ιατρείου, βγαίνει ο υπερήλικος σύζυγος ζαλισμένος από την ένεση, η λιγότερο υπερήλικη σύζυγος τον κοροϊδεύει και αφού δεν τον βοηθάει καν να καθίσει εισέρχεται με στόμφο για τη δική της εξέταση, σε λίγο βγαίνει και δηλώνει θριαμβευτικά ότι έχει κάποια τσιμπήματα στην καρδιά, βγαίνουν γιατροί - νοσοκόμες - ντελιβεράδες - λοιποί ασθενείς - ο υπερήλικος σύζυγος - ένας γιος και η γραμματέας, αυτή συνεχίζει "με τσιμπάει" εδώ, καλούν τραυματιοφορέα, έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά και χωρίς φρέντο στο χέρι, καλύτερα είμαι λέει η όχι και τόσο υπερήλικη σύζυγος "μην με αγχώνεται με αυτή την καρέκλα". άλλη πλευρά της ίδιας κασέτας... γνωστός από τα ένδοξα χρόνια της μουσικής αλητείας διαμαρτύρεται γιατί επί δύο χρόνια ο λογιστής του κάνει λάθη και πληρώνει περισσότερο φόρο, σε λίγο θα γυρίσει να πάρει μερικά κεράσματα για τον λογιστή του όταν του πει πόσα γλίτωσε/έκλεψε παρόλο το λάθος γιατί είχε προνοήσει να κάνει άλλα λάθη εις όφελος του πελάτη του. η κασέτα δεν μασάει, συνεχίζει ακάθεκτη και στην ηλεκτρονική εποχή, in the year 2525!

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Αγκάθ(ι)α

από 'δω θα φάνε κι άλλοι... προσοχή και στο δικό σου ρεύμα γιατί πάντα θα υπάρχει κι ο άλλος που θα 'ρχεται ανάποδα... στο δικό σου ρεύμα... δεν υπάρχει δικό σου ρεύμα... μόνο αυτό που πληρώνεις στο λογαριασμό σου... με ποσοστό +10% για τις ρευματοκλοπές των άλλων... the others... μας κάνατε κακό. // ή αλλιώς: Η ιστορία αυτής που δεν έχασε τίποτα. Ποτέ. Τίποτις.

Στην πολυσύχναστη καρδιά μιας ελληνικής μητρόπολης, μέσα στη χαοτική συμφωνία του κορναρίσματος και του πολυσύχναστου πλήθους, ζούσε μια γυναίκα ονόματι Αγκάθα. Δίπλα της περνούσαν ιερωμένοι με φίδια στον κόρφο τους και μερικές καλόγριες που πουλούσαν μανταλάκια από τίμιο ξύλο. Ήταν η επιτομή του ελέγχου, η ζωή της οργανωμένη σχολαστικά, το περιβάλλον της σχολαστικότερα συντηρημένο. Από το άψογο σπίτι της μέχρι τα τέλεια βαλμένα μαλλιά της, η Αγκάθα ήταν η ενσάρκωση της τάξης σε έναν κόσμο που βρισκόταν στα όρια του χάους.

Για χρόνια, η Αγκάθα περιηγήθηκε στη ζωή με την ακρίβεια ενός Ελβετού ωρολογοποιού. Βρέθηκε σε διάφορες πόλεις, μέχρι και σε μέρη χωρίς ήλιο, εκεί που τα πουλιά πετάνε ανάποδα και οι τηλεοράσεις σταματούν το πρόγραμμά τους μετά τις δέκα το βράδυ. Τίποτα δεν ξέφυγε από την αντίληψή της. Ήταν η κυρίαρχη της επικράτειάς της, κυβερνώντας την με μια σιδερογροθιά τυλιγμένη σε ένα βελούδινο γάντι. Κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξής της ήταν προσεκτικά επιμελημένη, κάθε ενδεχόμενο είχε προγραμματιστεί και επανεξεταστεί με ακόμα μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την απώλεια, ποτέ δεν είχε βιώσει την πικρή γεύση της αποτυχίας. Αλλά η μοίρα, όπως φάνηκε, είχε άλλα σχέδια τη στιγμή που μια γάτα επιτέθηκε σε ένα μικρό και άμυαλο ποντιακό σκυλί.

Ήταν μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα όταν ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της Αγκάθα αναστατώθηκε από μια δύναμη πέρα από την κατανόησή της. Καθώς έκανε την πρωινή της ρουτίνα, βουρτσίζοντας σχολαστικά τα δόντια της με την αξιόπιστη οδοντόβουρτσά της και μελετώντας την πρωινή εφημερίδα, μια ξαφνική αναστάτωση ταρακούνησε τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας. Τα σύμπαντα αναμίχθηκαν σαν τα υλικά για ένα στρούντελ. Με ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό, μια στροβιλιζόμενη δίνη σκότους τύλιξε την Αγκάθα, αποσπώντας την από το γνώριμο περιβάλλον της και σπρώχνοντάς την στα άγνωστα βάθη του χρόνου και του χώρου. Πανικός κατέλαβε την καρδιά της καθώς έπεφτε στο κενό, με την σχολαστικά σχεδιασμένη ύπαρξή της να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της. Αισθάνθηκε σαν οι μυρωδιές εκατοντάδων επιβατών σε λεωφορείο που έχουν έλλειψη τρεχούμενου νερού να της επιτίθεντο.

Όταν τελικά η Αγκάθα βγήκε από τη δίνη, βρέθηκε σε έναν κόσμο οικείο και εξωγήινο. Οι δρόμοι της ελληνικής πόλης απλώνονταν μπροστά της, αλλά αμαυρώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου. Τα κτίρια που κάποτε στέκονταν ψηλά, τώρα κείτονταν σε ερείπια, οι ερειπωμένες προσόψεις τους μαρτυρούν τη φθορά του χρόνου. Μια εκκλησία άνοιγε τις πύλες της για να μπει μέσα ένα θωρακισμένο όχημα χρηματαποστολών. Δυο αλλοδαποί στεκόντουσαν με τεράστια δυσκολία και κύρτωναν κάτω από το βάρος των ανοιχτών τηλεοράσεων που κρατούσαν. Από εκείνες ένας μαλθακός ερημίτης δασκάλευε το ποίμνιο πως να φτιάξει χορτόπιτα με αποτσίγαρα.

Η σύγχυση και ο φόβος τράβηξαν το μυαλό της Αγκάθα καθώς σκόνταψε μέσα στο ερημικό τοπίο, με την κάποτε παρθένα ενδυμασία της τώρα σκισμένη και κουρελιασμένη. Όπου κι αν κοίταξε, είδε σημάδια φθοράς και καταστροφής, μια έντονη αντίθεση με τον τακτοποιημένο κόσμο που είχε αφήσει πίσω της. Λύγισε, όμως στη στιγμή αυτοχαστουκίστηκε, τσίμπησε το δεξί σφιχτό κωλομέρι και άφησε μια μικρή πορδή. Ο φόβος είχε φύγει. Ήταν και πάλι κυρίαρχος του γαλαξία, του μασούτη και του σκλαβενίτη μαζί. Ήταν η σούπερ γυναίκα που τα πάντα κανονίζει, όλοι την έχουν ανάγκη, αυτή δεν έχει ανάγκη κανέναν και γιορτάζει κιόλας άμα γουστάρει σήμερα.

Καθώς όμως η Αγκάθα περιπλανιόταν στους έρημους δρόμους, άρχισε να συνειδητοποιεί την έκταση της δύσκολης θέσης της. Ο χρόνος, φαινόταν, της είχε κάνει ένα σκληρό τέχνασμα, βυθίζοντάς την σε έναν κόσμο που είχε περάσει προ πολλού. Τόσο οικείο σαν μια πόλη που έπλενε πιάτα με τα χέρια για επτά χρόνια αλλά και παράλληλα τόσο ξένο σαν το χωριό του πατέρα χωρίς τουρίστες. Και στο πέρασμά αυτών των αλλόκοτων συμπάντων και στιγμών, κάτι της είχε πάρει το πιο πολύτιμο αντικείμενο εκείνης της ώρας μαζί με το δώρο προς τον πατέρα της: την οδοντόβουρτσά της και την πρωινή εφημερίδα με τα ναυτιλιακά νέα της προηγούμενης εβδομάδας από τη Σιγκαπούρη, ὠϊμέ!

Η απόγνωση οδήγησε την Αγκάθα προς τα εμπρός καθώς έψαχνε να βρει έναν τρόπο να κατανοήσει τη νέα της πραγματικότητα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, δεν βρήκε παρηγοριά στα ερείπια του παρελθόντος. Η κάποτε ακλόνητη αυτοπεποίθησή της κλονίστηκε, αντικαταστάθηκε από μια υφέρπουσα αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας. Τα συντρίμμια άρχιζαν να σχηματίζουν μια εξωτερική τουαλέτα για την οποία αισθάνθηκε την ανάγκη να μπει και να την καθαρίσει με τα υγρά μαντηλάκια που πάντα είχε στην τσέπη του επώνυμου μπουφάν της. Γιαπωνέζικη αισθητική μέσα σε ρωμαϊκά κιούπια ξεχειλισμένα από μικροοργανισμούς που χαρακτηρίζονται και ως: μύκητες · μικροφύκη · πρωτόζωα · βακτήρια · μαλακίες.

Μέσα στην απελπισία της, η Αγκάθα σκόνταψε σε ένα ασθενοφόρο νοσοκομείου, με τις πόρτες του να στέκονται ανοιχτές σαν φάρος ελπίδας στο σκοτάδι. Με χέρια που έτρεμαν, μπήκε στο όχημα κι από εκεί πέρασε στο εσωτερικό που ήταν το ίδιο με ένα γνώριμο και φιλικό νοσοκομείο. Με την καρδιά της να χτυπά δυνατά στο στήθος της άρχισε να περπατάει στα τέσσερα για σιγουριά. Μέσα, βρήκε μια ομάδα κουρασμένων επιζώντων, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα και καταβεβλημένα και παραδίπλα μια παρέα ενενηντάρηδων που άρχισαν να τις εξιστορούν φωνάζοντας τη λειτουργία των καθετήρων τους.

Καθώς η Αγκάθα τους πλησίασε για να τους γλιτώσει από μελλοντικές παθήσεις των λαιμών τους, αντιμετώπισε επιφυλακτικά βλέμματα και ψιθυριστές συζητήσεις. Όμως, παρά την αρχική τους σύλληψη, οι επιζώντες την καλωσόρισαν τελικά ανάμεσά τους, προσφέροντάς της τη λίγη παρηγοριά που μπορούσαν μπροστά στην αβεβαιότητα. Ένα σακουλάκι με χθεσινά ούρα ο ένας, μια κατουρημένη παλιά διαθήκη ο άλλος και τρεις μπατονέτες αγνώστου προηγούμενης χρήσης μια χαιρέκακη κυρία ντυμένη στα σιέλ. Δεν είχαν και κάτι να χάσουν. Όσος χρόνος απέμεινε θα γινόταν σύντομα δωρεά στα παιδιά των χαμένων Ελλήνων αστροναυτών.

Και έτσι, η Αγκάθα βρέθηκε ανάμεσα σε αγνώστους, ο προσεκτικά ελεγχόμενος κόσμος της γκρεμίστηκε από δυνάμεις που ήταν πέρα από τον έλεγχό της. Το δουκάτο της γέμισε λάσπες κι ακαθαρσίες που οι συγκάτοικοι θα έφερναν αβίαστα μέσα στο σπίτι, πάνω στα χαλιά, δίπλα στο κρεβάτι, παραδίπλα από το κομοδίνο που έχει τα βρακάκια της. Αλλά μέσα στο χάος, σε αυτό που τώρα είχε χρώμα σκατουλί, ανακάλυψε κάτι απροσδόκητο: μια αίσθηση συντροφικότητας και ανθεκτικότητας που ξεπερνούσε τα όρια του χρόνου και του χώρου. Η αγάπη! Ήταν η αγάπη. Δεν ήταν η οδοντόβουρτσα. Ήταν η αγάπη κι αυτή τη φορά δεν άργησε καθόλου. Ούτε μια μέρα! Έτσι νόμιζε η Αγκάθα. Ναι, καλέ, ήταν η αγάπη. Η Αγάπη!

Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Αγκάθα προσαρμόστηκε στη νέα της πραγματικότητα, συνειδητοποίησε ότι η ζωή δεν ήταν να ελέγχει κάθε λεπτομέρεια, αλλά να αγκαλιάζει την αβεβαιότητα και να βρίσκει δύναμη μπροστά στις αντιξοότητες. Αγόραζε κάθε μέρα οδοντόβουρτσες και τις άφηνε με τα σάλια της στητές στα καθίσματα των αστικών λεωφορείων που χρησιμοποιούσε. Έκανε μεγάλο στοκ από παλιές εφημερίδες ναυτιλιακών και χρηματιστηριακών θεμάτων που σκορπούσε σε κάθε γωνιά του άλλοτε τακτοποιημένου σπιτιού της. Αγόρασε έναν εξομολόγο και τον έστησε να τους διαβάζει όταν καθόντουσαν σαν οικογένεια να φάνε το ζεστό φαγάκι τους. Και παρόλο που μπορεί να έχασε την αγαπημένη της οδοντόβουρτσα και την εφημερίδα της Παρασκευής για τον μπαμπά από τη Σιγκαπούρη - από τις ασυγχώρητες ιδιοτροπίες της μοίρας φυσικά, δεν έφταιγε εκείνη - κέρδισε κάτι πολύ πιο πολύτιμο: μια νέα εκτίμηση για την απρόβλεπτη φύση της ύπαρξης και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Ή και όχι. Στο τέλος η αγάπη πάντα επικρατεί. Over.

Post Όφις ή Τα @γγελικά πλασμένα Χέλια (να σου πιούν το αίμα)

post office and one snake with a lot of letters and stamps and some post men like in a microcosm peace nature in the sty...

Είναι ωραίο αυτό που κάνεις, αυτό που φοράς, αυτό που επιδεικνύεις, αυτή η έλλειψη φαντασίας σου και η προβολή του καθημερινού γυαλιστερού τόσο προσωπικού τίποτα σου, όμως εμένα με κάνει να σε σιχαίνομαι. Κι άλλη τηλεόραση πιο μεγάλη, κι άλλα όνειρα πιο μακρινά, κι όλα με μια συσκευή μικρότερη κι από πουλί στο χέρι, ναι σε σιχαίνομαι. Όπως και τις τεράστιες συσκευασίες έξω απ' τα σπίτια σου, τα καλώδια που υποστηρίζουν κάθε λειτουργία σου, όπως εσένα σαν ένα κομμάτι του πλαστικού πύργου από χαρτιά μιας τράπουλας ταρώ από πασάδες, σουλτάνους και χανούμισσες. Κάθε επένδυση ενάντια στο φύσημα του αγέρα και κάθε χαρτάκι με σημειώσεις γεμάτο με λίστες - τι να κάνεις που κάνανε κι οι άλλοι, τόση φθήνια μέσα στη ζωή σου.

Το 2024 ήδη μέσα στον πρώτο του μήνα απέδειξε ότι και Θεός υπάρχει και το βασιλιά με τη νύφη του θα σώσει. Κι ας ασχολούνται όλοι με κείνη την καφρική πρώην βασίλισσα που πήγαινε με τον άραβα κι άφησε το δικό μας το παιδί να ψάχνει καμήλες. Ναι, υπάρχει κι έσωσε τ' αρχίδι του βασιλιά και τον κώλο της πριγκίπισσας. Σε άλλα νέα, ο κυρ Όθων, έφυγε ξαφνικά στα 78 του κι άφησε το διαμέρισμα στον ημιώροφο, άδειο χωρίς αυτόν αλλά τίγκα στα αντικείμενα. Δεν πήρε πολλές μέρες και τα πράγματα του Όθων άλλαξαν χέρια, για την ακρίβεια έγιναν ιπτάμενα και μετά φορτώθηκαν σ' ένα αγροτικό κι άφησαν το σπίτι αδειανό κι έτοιμο για ενοικιοστάσιο. Τον τιμήσανε όμως γιατί γέμισε η γειτονιά με χαρτιά για τα σαράντα του. Τι τύχη να σου πεθάνει ο άλλος πριν τον εκτιμώμενο χρόνο και να σου 'χει αφήσει κι ένα σπίτι να εκμεταλλευτείς στη συμπρωτεύουσα. Λες και δεν πετάνε τα χρόνια απ' τα 25 στα 50 με ένα τσαφ, μια κλανιά, ένα μεθύσι - το μόνο που μετριέται είναι οι δόσεις των δανείων και των διατροφών, τα μερτικά των άλλων στο χρόνο το δικό σου. Κι εσύ να συνεχίσεις. Είναι σημαντικό να έχεις αρχές. Να ψηφίζεις από πάππου προς πάππου το συμφέρον σου.

Υπάρχει όμως ελπίδα για ένα λευκότερο αύριο. Ας γίνουμε όλοι σαν τον χασάπη της γειτονιάς, αυτή είναι η λύση. Ανέμελο βλέμμα, νεκρό, σκατένιο, συνήθως πίσω από το βρώμικο τζάμι. Από τις έξι το πρωί στο μαγαζί. Να περνάει ξανά τον κιμά που δεν πούλησε εχθές, που έκανε το ίδιο κι εχθές, να μην τον δουν οι περαστικοί, αυτοί που ποτέ δεν αγοράζουν από εκεί. Μαζί του μόνο η μηχανή που παρκάρει κάθετα και καταλαμβάνει σχεδόν τέσσερις θέσεις με τη βοήθεια μερικών χαρτόκουτων αλλά και ο πατέρας που του αγόρασε το μαγαζί για να μην έχει ενοίκια και μερικές φορές η σύζυγος - το ίδιο άσχημο, κενό βλέμμα, νεκρή κι αυτή, ριγμένη στη διπλανή λευκή πλαστική καρέκλα να ατενίζει τους περαστικούς. Κάποια στιγμή θα βγάλει μια χειρόγραφη επιγραφή πάνω στο τζάμι για να ευχαριστήσει τη γειτονιά για την πολύχρονη εμπιστοσύνη. Ποια; Τότε όλοι θα μπουν μέσα να του ευχηθούν καλή σύνταξη. Τα μαθηματικά λένε ότι πρέπει να ζήσει μέχρι τα 186 του χρόνια για να ισοφαρίσει όσα πλήρωσε με αυτά που θα βγάλει από τη μηνιαία πίστωση δημοσίου στο λογαριασμό του. Όμως θα εξετέλεσε το ιερό καθήκον στο κράτος, στην εκκλησία, στην οικογένεια, στη γειτονιά και στο Θεό που πάνω είναι και όλα τα βλέπει και όλα τα μαχαιρώνει. Όσο αναφορά τα κέρδη... κοκαλάκια στο πεζοδρόμιο για τα περαστικά σκυλάκια. Το παιδί του μπαμπά του και ο άντρας της γυναίκας του, μεγάλωσε κι έγινε κι αυτός συνταξιούχος από ελεύθερος επαγγελματίας. Να έχει να γραφεί κάτι στο μελλοντικό κηδειόχαρτο.Ηλίθιος ετών 69, με επάγγελμα, συγγενείς και μια κάσα κλειστή στο δευτερόλεπτο. Εσύ μη τα βλέπεις αυτά, δεν είσαι αυτός / αυτή / αυτό που θα αλλάξει τον κόσμο;

Από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά να γίνεις αγρότης. Έτσι θα μπορείς κι εσύ να συμπεριλαμβάνεσαι στην πρόταση "Δεν είναι όλοι μεγαλοαγρότες βρε παιδί μου" και να κλείνεις δρόμους, να παίρνεις επιδοτήσεις και να έχεις εργάτες που δεν τους βάζεις ούτε το εργόσημο και οι καημένοι μέσα στο κρύο και τη ζέστη βγάζουν το μεροκάματο. Ίσως και κάτι παραπάνω γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Μερικοί λοιπόν κοιμούνται πάνω στα ίδια τα τελάρα που μαζεύουν τις ελιές και τα ζαρζαβατικά. Άλλοι αναλαμβάνουν πιο δύσκολα χρέη, για παράδειγμα να εκδίδουν ανήλικα, ενίοτε και την κόρη του αφεντικού. Τα δύσκολα και τα επικίνδυνα μόνο σε Πακιστανούς. Ακόμα κι αν είσαι κρητίκαρος εσύ. Για την τιμή σου, αυτοκτονείς κιόλας. Όχι την πρώτη φορά, όχι την όγδοη, όχι την εικοστή που η δεκαπεντάχρονη κόρη σου συνουσιάστηκε χωρίς τη θέληση της αλλά εσύ και η μανούλα δεν το καταλάβατε, μόνο λίγο πριν γίνει βούκινο σ' όλο τ' ορεινό χωριό σας. Και φυσικά πως του ήρθε του δικηγόρου της μανούλας να πει πριν τον ρωτήσει ουδείς και ουδεμία, μα δεν πρόκειται για μαστροπεία! Αλλά τα μπλόκα έχουν κι ευλογίες. Τόσο των παπάδων που βρήκαν συμμάχους στον αγώνα κατά το γάμο των ομόφυλων όσο και στους νέους που βρήκαν εχθρούς στον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης. Εκεί που οι μεν πρώτοι είναι πραγματικά πρώτοι στις σχέσεις (είναι κι εύκολο με τα μάξι φορέματα και την αντρίλα που κρύβουν τα ράσα καταπίεσης) αλλά όχι στους γάμους για ευνόητους λόγους, ενώ οι δεύτεροι σε λίγο καιρό θα προσκυνάνε για τον κατώτατο μισθό με άγραφες υπερωρίες και τσιμπούκια για ένα πρόγραμμα ΟΑΕΔ (λέγε με καλέ μου πια ΔΥΠΑ, άλλαξε) που ο εργοδότης δεν κάνει τίποτα και τον συμφέρει. Στο μέρος που εκπαιδεύονται "άνθρωποι" 16 χρόνια για να βρουν μια δουλειά αλλά ούτε ένα λεπτό για να γίνουν γονείς. Δεν είναι αργά για να γίνεις αγρότης, είναι αργότερα να γίνεις άνθρωπος.

Όμως γιατί να μην γίνεις κιθαρίστας; Είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα. Δες για παράδειγμα τον Kerry τον King. Μιξοκλαίγεται σαν κοριτσάκι που του πήρανε το ζαχαρωτό γιατί ο Tom ο Araya δεν τον πήρε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα τεξτ δεν του έστειλε, λέει στο τεράστιο περιοδικό των αντρών που ξέρουν από καλή δυνατή και βαριά μουσική, το Kerrang. Ο ίδιος δεν προσπάθησε, ήταν πληγωμένος. Κι έτσι ότι ξέμεινε από τον τελευταίο δίσκο και δεν το ήθελε ο άλλος που δεν του έστειλε ούτε ένα μήνυμα, έγινε από μόνο του προκαταβολικά και χιτ και μις μαζί. Στη συνέχεια πήρε να δηλώνει ότι εκτός από βασικότατος κιθαρίστας ήταν και ο μπασίστας στα άλμπουμ. Πω, ρε φίλε! Και το 'χαμε καταλάβει! Μην κάνεις κι εσύ ρε Tom σαν τον φαρμακοποιό που έχασε καμιά κατοστάρα κιλά κι άρχισε να φωτογραφίζεται σε σκάλες και καρέκλες ανάποδα όταν έχει εφημερία, πάρε τηλέφωνο γιατί ποτέ δεν ξες πότε θα συναντήσεις τον Παντέλω τον Παντελίδη κι εσύ. Γιατί αν κάτι είναι σίγουρο είναι ότι η καλή η πεθερά ξέρει από μοκέτες και όλα τα είδη πρωκτός. 

Πρόσφατα επιτέλους μετά από χρόνια αναζήτησης στον Ταύγετο και το Καϊμακτσαλάν βρήκα τρόπο να αντιμετωπίσω την ατμοσφαιρική μόλυνση και θέλω να το μοιραστώ κι αυτό όπως και τα χρέη μου μαζί σου. Έβαλα στην εφαρμογή κάπου στη μέση των πόλεων που παρακολουθώ το Νέο Δελχί. Σοφή επιλογή, γιατί και μπροστά στην ώρα είναι, άρα πάντα έχει υψηλότερη θερμοκρασία (βλέπω εγώ τα τριαντάρια την άνοιξη και δροσίζομαι που έχουμε είκοσι εννέα) και πάντα στα κόκκινα και τα εκατοπενηντάρια στην ποιότητα αέρα έχει. Ανοίγω το παράθυρο και εισπνέω χαμογελώντας τα μικροσωματίδια τα δικά μας, τα κατά δέκα τοις εκατό χαμηλότερα από το Νέο Δελχί. Πφ... Σαν τη Χαλκιδική δεν είχε, έχει και δεν θα ματά έχει, το έλεγε κι ο μέγας μάλαξ ο Αλέξανδρος. Ίσως. Κι ας είναι γεμάτοι με μασκοφόρους του παλιού ιού με πλαστικό μετάλλιο στο χέρι γεμάτο εσπρέσο λάτε κορτάντο μακιάτο αν και φερμέντεντ με διασπώμενο και ελάχιστο μασώμενο καλαμάκι. Καλύτερα να πας για σουβλάκι όπως ο πρόεδρος με τον φίλο του στην καλύτερη καντίνα της παραλιακής κι ακόμα παραπέρα. Αν δεν έχεις στόχο να ξεπεράσεις στην ηλιθιότητα εκείνον τον Έλλην Οικολόγο, που είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 37 χρόνων για καταπάτηση χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, τότε μην προσπαθήσεις καν. Έλα να το πάρεις εσύ, τεράστιο σουβλάκι - στη μισή τιμή. Αγάπη, Μόλυνση και Σουβλάκι. Τσικνοπέμπτη κάθε μέρα.

Είναι εύκολο και για σένα ακόμα να συμμετέχεις απαξιωτικά σε συζητήσεις με οποιοδήποτε θέμα. Α. αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνεις, αναφέρεις με στόμφο... τι παραλήρημα είναι αυτό! (δεν περιμένεις απάντηση, ξεκάθαρα δεν πρέπει να αφήσεις ανοιχτή τη συζήτηση γιατί θα εκτεθείς) Β. αυτό είναι δοκίμιο! (αμέσως αλλάζεις θέμα γιατί δεν σε ενδιαφέρει καθόλου και προτιμάς κάθε στιγμή της ημέρας ένα γιαουρτάκι ελαφρύ με χαμηλά λιπαρά να συνοδεύει το καραμανλίδικο λουκάνικο σου).

Να φτιάξεις το νέο; Καλύτερα να αντιγράψεις το παλιότερο. Υπάρχει τεράστιο στοκ ιδεών. Που να τρέχεις τώρα. Τόσα ξεμείναν στο ράφι, γεροντοκόρες ιδέες και απούλητα σκατά. Με το κατάλληλο μάρκετινγκ δεν θα μυρίζουν άσχημα. Θα πουλήσουν γρήγορα και μετά βουρ στον επόμενο πατσά. Σε μια ήπειρο πανηγύρι με μπλόκα αγροτο-καρναβαλιστών το σίγουρο είναι ότι η κεραμική εστία δεn μαγειρεύει καλύτερα, δεν καθαρίζει καλύτερα, δεν είναι αντικειμενικά πιο όμορφη, δεν δεν δεν... Θα σου συστηθώ ως εκπρόσωπος Συνασπισμού για την Προώθηση του Θορύβου στα Όμορα (ή μωρά) Κράτη. Δεν έχεις κάποιο θέμα να με δεχθείς στην εντοιχισμένη κουζίνα σου, έχεις; Εδώ αποδέχτηκες, ασπάστηκες και προσκύνησες μυριάδες Χριστιανικά Ούφο, θα κωλώσεις σ' έναν φόνο εκ προμελέτης που είναι και εκ περιτροπής;

Μέχρι τώρα να έχεις ζήσει όπως σου ζήτησαν, με τον απλό, λειτουργικό τους τρόπο... τον σκουληκίσιο. Δεν πιστεύεις πια ότι είσαι ένας οργισμένος, το ξες ότι είσαι ένας βλαμμένος. Σήκωνε τηλέφωνα. Περίμενε. Πήγαινε επισκέψεις. Κάνε δώρα. Να είσαι ευγενικός. Μη ζητάς. Ζητιάνεψε. Πάρε ότι σου δώσουν. Ήλπιζε. Ημι-ζήσε. Ήδη έχεις πρωθυπουργό που γλίτωσε τη βόμβα. Για πάντα πολιτικό πρόβατο, επέλεξε να φας με τη μαμά του / της άλλου αντί για το θέατρο. Κορόιδεψε αντί να συζητήσεις. Μάθε αγγλικά για να μπεις στο δημόσιο. Πες τον πατερούλη να σε βάλει στη δουλειά του θείου. Ζήτα επιδόματα. Ζήτα κι άλλα επιδόματα. Πάρε από τους συγγενείς. Πάρε... Φάε... Ζήτα... Ζεις!

nada

ξες... κάποιος θα μπορούσε να πει (το μόνο εύκολο πάντα κάποιος να κάνει αντίλογο), μα καλά, δουλειά αυτών είναι να εναντιωθούν; δουλειά τους είναι να κάνουν κάτι; αυτοί ας φτιάξουν τις μουσικές τους - ας κάνουν τις πιτσιλιές τους - ας γράψουν κάνα ποίημα - κι ας αφήσουν χώρο στους πολιτικούς να φτιάξουν τα πράγματα. ας ψηφίσουν ότι θέλουν και μετά ας κάνουν ότι λέει ο δημοκρατικός λαός (μας). // και φυσικά, μπορεί έλλην, και μοναδικός εκ των δυο, νομπελίστας να μη μιλούσε, αυτό από μόνο του δεν γίνεται λήμμα σε ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια ότι πάσας γραφιάς μένει μουγγός και χαζός; // κι όσο ο αντίλογος συνεχίζεται, και ποιοι τους ακούν αυτούς μωρέ; τους έγραψε καμιά εφημερίδα τύπου [G]lifo; είναι στις τάσεις; τους ξέρει ή τους αποκήρυξε κι η μάνα τους; // ποιος συμβολαιογράφος έχει διαθήκη στα μέτρα τους; // να σ' αφήσουν στην άκρη. // ούτε καν στο ράφι. // εκεί μπορεί ν' απλωθεί κάποια στιγμή κάνα χέρι και να πιάσει τη μολότοφ του ήχου - των λέξεων αλλά όχι της εικόνας, αυτή η εικόνα έπαψε πια να μπορεί να γίνει επαναστατική, δεν μπορεί να σκάσει στα χέρια των δικολάβων - των δοσίλογων - των Δημητράδων (αυτών που μ' ένα Αλέξη κάνουν πεσκέσι στο αύριο). // πόσο γελοίο ακούγεται να πρέπει ο δημιουργός των τεχνών να σταθεί όρθιος, μια που αρκετοί εξ αυτών γνωρίζουν το οκλαδόν ή το πρηνηδόν μόνο εξ ακοής. // πως να πάρουν φόρα για να φτάσουν στον ουρανό; // πως να μιλήσουν στο κοινό όταν το προσκυνάνε; είναι συνετό να κάνεις μουσική πρώτα ή μετά τις γνωριμίες; // καλύτερα να φτιάξεις τα χρώματά σου ή τους φίλους σου; // τελικά τα δίχτυα της δικτύωσης τους χωράνε όλους, σιωπηλούς και μουγκούς. // κι ας νιώθουν οι ελάχιστοι δυσλειτουργικοί. έτσι πάει... // αλλιώς θα τα έκανες όλα στις κοινόχρηστες τουαλέτες. // αναρωτιέσαι σε κείνο το πανηγυράκι με πρώτο τον Καραγκιόζη πόσοι χωρέσανε; // καλέ... // όλα τα μιλιούνια κι ακόμα περισσότερα. // γι' αυτό κανείς δε μιλάει; // γι' αυτό οι άνθρωποι της τέχνης μείνανε στα εγκαίνια, στα μπαράκια και κάτω από τη στέγη να μη βραχούν. // δε βράζουν. // δεν έχουν αίμα.//  έχουν κρυπτο-αίμα. δεν έχουν έμπνευση. // έχουν σκρολο-έμπνευση. // ανήκουν

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

μεταξύ ανθρώπων και αχειροποίητων χαλβάδων

υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πιστευτών και κατανοητών κοινών ψεμάτων. το μόνο απίστευτο είναι η αλήθεια... και καθώς το ρολόι δεν σταματάει και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ένα απομονωμένο δευτερόλεπτο, είναι προτιμότερο οι λιγοστοί σκεπτόμενοι άνθρωποι να σπάνε τη φούσκα μέσα στην οποία οικειοθελώς βρέθηκαν παρά τ' αρχίδια των ανεπαίσθητα λιγότερων αλλά αισθητά περισσότερα σκεπτόμενων. μέσα στο συρμό από μπατζανάκηδες - κουμπάρους κι αφορισμένους, υπάρχουν κι αυτοί οι μετριοπαθείς ψυχασθενείς, που ανοίγουν ένα χαρτάκι να για να βρουν μέσα μια...

πρόταση... η πρόταση: "Έλα να συμμαζέψουμε" σημαίνει... χρειάζομαι ένα δούλο να μου κάνει τη δουλειά κι εγώ να διατάζω καθώς πίνω τον καφέ και κάνω brainstorming. σε κάποιες άλλες περιπτώσεις ο δούλος παίρνει τη θέση του θεατή που απλά κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και χειροκροτεί. σε κάθε περίπτωση το μαζί είναι χαρακτηριστικό του κοπαδιού και πρέπει αυτός στον οποίο απευθύνεται η πρόσκληση - διαταγή να είναι πρόθυμος να εκτελέσει εντολές χωρίς χρηματικές ή αντιπραγματισμού απαιτήσεις - ελπίδες. στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η σφαιρική γνώση του ΚΟΚ (Κώδικα Οικονομικής Καλοσύνης)... δηλαδή:

όταν θέλεις το αμάξι σου να έχει την ημερομηνία γέννησής σου ή της ομάδας σου τότε πρέπει να πληρώσεις. κι άλλα. αν θες να ανανεώσεις το δίπλωμά σου και δεν έχεις όρεξη να τρέχεις στους γιατρούς τότε μπορείς να πληρώσεις αντί γι' αυτό. κι άλλα ακόμα. σαν τύχει να μην μπορείς να οδηγήσεις και κόβεσαι συνέχεια καλύτερα να πληρώσεις μια και καλή αντί να έχεις τα εξέταστρα και το άγχος. κι άλλα πολλά. το άγχος κάνει κακό. απέβαλλε το πληρώνοντας. κάπου βαθειά μέσα στις τσέπες σου κάποια κατήχηση σου έχει βάλει το μικρόβιο - γνώση ότι δεν θα ζήσεις για πάντα... δεν χρειάζεσαι κανόνες, εμβόλια, φανάρια, ώρες κοινής ησυχίας, σοβαρότητα κοκ (και ούτε καθεξής σημαίνει σ' αυτή την περίπτωση)... το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια σύμβαση αορίστου χρόνου γιατί και το ένα σύμπαν αόριστο είναι... ενώ:

μερικά απ' τα άλλα παράλληλα σύμπαντα έχουν υπερπληθυσμό από μασκοφόρους του ιού με πλαστικό μετάλλιο στο χέρι, βρίσκονται ολόγυρα παντού και μοιράζουν υποσχέσεις στους ιθαγενείς αφού είναι φθηνότερες από καθρεφτάκια. οι μανούλες από αυτό το γκρουπ ταΐζουν τα βρέφη στο στόμα πατάτα τηγανητή από την κεντρική καντίνα και οι πατερούληδες κρατάνε στην αγκαλιά τους κινητά που φεγγοβολούν από τις ελπίδες των στοιχηματικών κονσολών. έτσι μεγαλώνει ένα ακόμα παλιοχριστιανόπουλο με ανάσες σκουληκιών να προλογίζουν έναν ευτυχισμένο θάνατο κάποτε στο καλοκαιρινό εξοχικό με τζάκι και ψησταριά στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Μερικοί Παρ-άγραφοι Έρωτες στην Πόλη του Χάους

Εκείνος ήταν ένας ασπρομάλλης - μακρυμάλλης και λίγο ατημέλητος και θα τον έλεγες και όχι πολύ καθαρό. Καθόταν πάντα δεξιά του Βουκεφάλα ή μπροστά στο μαγαζί Λεωφόρος με ένα αυτοσχέδιο σημειωματάριο στο χέρι κι όλα έγραφε και διάβαζε και παρατηρούσε. Κάπου εκεί μέσα στις πολυγυρισμένες σελίδες υπήρχε κι η ιστορία με το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό στην οδό Μαύρης Πέτρας. Εκεί που κάποτε ζούσε η πιο όμορφη γυναίκα της Θεσσαλονίκης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε οικογένεια. Πόσο κόστισε αυτό στην ίδια αλλά και στους συγγενείς της είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς ακόμα και μισό αιώνα μετά. Αυτή κάθε βράδυ άναβε όλα τα φώτα, που έκαιγαν μέχρι να ξημερώσει και χόρευε στη μουσική δίσκων γραμμοφώνου. Λέγετε ότι ανήκε σε εβραϊκή οικογένεια που ξεκληρίστηκε τότε με τη μάζωξη στα καμιόνια της πλατείας Ελευθερίας. Όμως αυτή επέζησε. Όπως κι εκείνος ο πλανόδιος μουσικός που έπαιζε βιολί στην Φιλαρμονική της Βιέννης. Μοίρα σκληρή τον κυνήγησε σε ολόκληρη την Ευρώπη που γύρισε μέχρι να ριζώσει στη Θεσσαλονίκη. Καθόταν σε μια γωνία απέναντι από το Λευκό Πύργο και έπαιζε βαλσάκια κι άγνωστους για τους ντόπιους σκοπούς. Ένα βαρύ χειμώνα βρέθηκε κάποιος να του δώσει κλειδί και τα βράδια κοιμόταν στα καμαρίνια του Κρατικού Θεάτρου. Αυτό μόνο αν δεν είχε παράσταση την επομένη γιατί η μυρωδιά του χρειαζόταν αρκετές ώρες για να φύγει και οι Ελληνίδες ντίβες την εντοπίζαν. Εκείνες τις φορές που δεν μπορούσε να βρει εσωτερικό καταφύγιο στην εκκλησία του θεάτρου έφτανε σχεδόν μέχρι το Ποσειδώνιο. Εκεί περνούσε τη νύχτα σε μια είσοδο οικοδομής στην Ανθέων, φιλοξενούμενος ενός εύσωμου άστεγου που ξεχειμώνιαζε παρέα με πολλές γάτες. Την επομένη ξεκινούσε νωρίς για πίσω. Μερικές φορές έφτανε απέξω απ' το καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά. Αν τύχαινε να δει μέσα τον Τσιτσάνη που σύχναζε κατά εκεί του έκανε νόημα. Εκείνος τον καλούσε κι έτρωγαν γαλέο και φασόλια και έπιναν πολύ βαρελίσια ρετσίνα. Μια-δυο φορές έπαιξε αυτός βιολί και ο άλλος μπουζούκι εκεί. 

Εκείνοι ήταν ένα ζευγάρι που ό,τι καιρό και να έκανε, κάθε μέρα, έβγαιναν βόλτα νωρίς το πρωί στην Παλιά Παραλία. Με ήλιο ή με βροχή, με ζέστη η με κρύο, με ομίχλη η με τρελό παγωμένο Βαρδάρη, χρόνια πολλά, πηγαινοέρχονται πιασμένοι χέρι χέρι από το Λευκό Πύργο στο Λιμάνι. Κάποτε ήταν νέοι. Μετά και για αυτούς τα χρόνια πέρασαν και τα βήματα έγιναν πιο αργά. Σχεδόν συρώμενα πάνω στις νέες πλάκες της Νέας πια Παραλίας. Τα τελευταία χρόνια καμπουριασμένοι, εκτός από πλαστικές σακούλες γεμάτες με προσωπικά απαραίτητα πράγματα, σπρώχνανε κι ένα καρότσι τις μέρες δίχως δυνατό αέρα. Μέσα είχε ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν έκλαιγε. Όταν έφταναν στο ύψος της Γενικής Κλινικής, αυτή έβγαζε τα παπούτσια της, πάντα φοράνε την ίδια μάρκα σε αγορίστικο και κοριτσίστικο χρώμα, και καθόταν στην περίφραξη ενός παιδικού πάρκου κι αυτός πήγαινε να πάρει καφέ από το απέναντι μαγαζί. Λέγεται ότι κάποτε κατοικούσαν στον τόπο με τα βατόμουρα, ή αλλιώς "Αρσακλί" ή "Ακσακλί", δηλαδή στο Πανόραμα. Εκεί ήταν οι πρώτοι ένοικοι σε ένα παλιό Μουσουλμανικό σπίτι του 18ο αιώνα. Όταν ο άντρας έπιασε δουλειά στο ζαχαροπλαστείο του Ελενίδη άρχισαν να έχουν κοινωνική ζωή κι επειδή το μέρος εκεί υπαγόταν παλιότερα στο "ναχιγιέ" της Καλαμαριάς, προσπαθούσε να κάνει τον κυρ Γιάννη να φτιάξει υποκατάστημα προς τη θάλασσα. Τελικά ένα βράδυ ψάχνοντας στο ξύλινο πατάρι του σπιτιού του βρήκε ένα μπαούλο με τουρκικά βιβλία μαγειρικής. Εντύπωση του έκανε μια συνταγή με ξεροψημένο φύλλο γεμισμένο με έντονη γλυκιά κρέμα. Το προσπάθησε την επομένη και όλοι έμειναν εμβρόντητοι με τη γεύση του γλυκού. Τελικά για να μην διαρρεύσει από που προήλθε η συνταγή τον έστειλαν με τη γυναίκα του προς τη θάλασσα όπου άνοιξαν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο - υποκατάστημα και το διαχειριζόταν αυτός. Το σπίτι κατεδαφίστηκε μετά από μια περίεργη φωτιά τον επόμενο μήνα, ανήμερα Πρωτομαγιάς. 

Εκείνη ήταν πολύ μικρή, μαθήτρια στην πρώτη Γυμνασίου όταν κάποτε είχε έρθει ένα υπαίθριο τσίρκο στη Θεσσαλονίκη και έδωσε παράσταση στον ανοιχτό χώρο της ΧΑΝΘ. Δεν θα ξεχάσει ποτέ έναν άνδρα που είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μπορεί και 20 μέτρα ψηλή και από εκεί βούτηξε σε μια δεξαμενή με νερό, που είχε βάθος ενάμιση μέτρο το πολύ. Δεν ήταν κάτι πολύ περίεργο για εκείνη την εποχή. Όμως μαζί του βούτηξε και μια τίγρης. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν ότι δίπλα της καθόταν ο συμμαθητής της Διονύσης και αγκάλιαζε τη Ζωή, το ξανθό μωρό όπως την αποκαλούσαν όλοι. Ο πατέρας της Ζωής ήταν αξιωματικός είχε παντρευτεί κρυφά τη μητέρα της όταν ήταν ακόμα στην Ευελπίδων. Ήταν μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της Θεσσαλονίκης που λόγω του φιλντισένιου της προσώπου την αποκαλούσαν κερένια κούκλα και η κόρη της Ζωή δεν πήγαινε καθόλου πίσω. Όταν τελείωσε η παράσταση προσπάθησε να ακούσει τι λέγανε, το μόνο που ξεχώρισε ήταν μια φράση του Διονύση, κάτι σαν "Να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας" και μετά της έκλεισε ραντεβού για την επομένη στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Τσιμισκή. Εκεί βρισκόταν ένα σινεμά και ο πατέρας της βρέθηκε στην πρεμιέρα μια ταινίας με τίτλο "Χωρίς Ιδανικά" παραστάθηκε και ο πρωταγωνιστή Κώστας. Με το τέλος της ταινίας οι θεατές πήραν σηκωτό τον πρωταγωνιστή, τον μετέφεραν σε παρακείμενο σφαιριστήριο, τον ανέβασαν πάνω στο μπιλιάρδο και από κάτω φώναζαν "Θέλουμε Ιδανικά!". Ο πατέρας της έφερε πίσω μόνο ένα φεϊγβολάν που κυκλοφόρησε για το κοινό τη μέρα τη μέρα εκείνη και έγραφε "Τα Διονύσια (έτσι λεγόταν το σινεμά) κρίνονται ως το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως. Περιλαμβάνει μετά των θεωρείων 1000 καθίσματα". Αργότερα έμαθε από μια κυρία εβραϊκής καταγωγής ότι τα "Διονύσια" στη γερμανική κατοχή λειτουργούσαν ως στρατιωτικός προπαγανδιστκός κινηματογράφος "Βικτώρια" καθώς από την προηγούμενη δεκαετία ο ιδιοκτήτης συνεργαζόταν με τη μεγαλύτερη κινηματογραφική εταιρεία της Γερμανίας, την UFA, που διέθετε αποκλειστικά γερμανικές ταινίες με μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. 

Εκείνο ήταν ένα αδέσποτο σκυλί της πόλης. Σύχναζε στο κέντρο, μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αριστοτέλους. Όταν μεσημέριαζε τριγυρνούσε στις ταβέρνες της περιοχής. Έτρωγε τα πάντα εκτός από την περίφημη σπεσιαλιτέ γνωστού εστιατορίου, που γινόταν με ό,τι περίσσευε την προηγούμενη μέρα στα ταψιά και τις κατσαρόλες της κουζίνας, αλλά ενίοτε και στα πιάτα των πελατών. Ο σκύλος, ίσως γιατί ήταν και καλοταϊσμένος, δεν ακουμπούσε ποτέ ότι του πετούσαν από το πασίγνωστο εκείνο ταβερνείο. Μερικές φορές στις βόλτες του έφθανε μέχρι τον Λευκό Πύργο κι από εκεί χανόταν κι εμφανιζόταν έπειτα από λίγες ώρες στους βράχους δίπλα στον Άγιο Νικόλα τον Ορφανό εντός των τειχών της Άνω Πόλης, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου. Η Θεσσαλονίκη είχε διαχρονικά πληθώρα στοών κι υπόγειων διαδρόμων που ένωναν διάφορα σημεία από το παλάτι του αυτοκράτορα στο Ιπποδρόμιο μέχρι το ναό του Αγίου Δημητρίου. Ο πρώην δήμαρχος της πόλης Σωτήρης έπαιζε μικρός σε αυτές τις τεράστιες στοες κι έτσι του ήρθε η ιδέα να τις χρησιμοποιήσει για να φτιάξει εύκολα και γρήγορα μετρό. Αφού ήταν τόσο ευρύχωρες για να χωράνε την άμαξα του αυτοκράτορα, σίγουρα θα χωρούσαν τους πολίτες της πόλης που δεν είχε ούτε τραμ. Ο σεισμός του 1978 είχε βέβαια καταστρέψει αυτές τις σύραγγες και το έργο του Μετρό Θεσσαλονίκης κατέληξε να είναι μια τρύπα χορηγήσεων δίχως πάτο. Ο Σωτήρης, όταν δεν εξελέγει βουλευτής το 2004 αποφάσισε να κάνει με τις παλιές του γνωριμίες ένα τελευταίο δώρο για τις μαζικές μεταφορές της πόλης, το λεωφορείο 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, κάθε βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, κυκλοφορούσε στους δρόμους ένα λεωφορείο, σταματούσε στις στάσεις, έπαιρνε του ξενύχτηδες και τους άφηνε στην πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν αρκετοί οι τακτικοί χρήστες που με τον καιρό γνωριζόντουσαν και φατσικα. Μαζί τους μερικοί απόκληροι της κοινωνιας και καθώς πρέπει πρώην χρήστες ταξί μετά συντρόφων τους. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι ο σκύλος της Αγίας Σοφίας είχε θεαθεί πέραν της μίας φοράς να χρησιμοποιεί το 78Ν ή αλλιώς Το Υπηρεσιακό, το οποίο μετά από κοινές καταγγελίες ταξιτζήδων και συζύγων άλλαξε όνομα κι έγινε επίσημα Το Νυχτερινό.

ακουλουθεί φωτο-ρομάντζο

Η γραμμή που χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες ορθοπεδικούς και φυσιοθεραπευτικά κέντρα.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, πριν τον πόλεμο.

Το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή, με κάλυψη - απόκρυψη, κατά τον πόλεμο.

Οι Θεσσαλονικείς δωσίλογοι και τα Μακεδονίτικα Τάγματα Ασφαλείας, αυτόνομα και με γερμανικές ενδυμασίες και γερμανικά όπλα, έδιναν λόγο κατευθείαν στον κατακτητή και σε κανέναν άλλο. 

Θεσσαλονικείς αλλά Εβραίοι, δεν είναι το ίδιο, να φύγουν να πάνε στα στρατόπεδα τους. Τελικά με λίγη βοήθεια έφυγαν, ή μάλλον με καμιά απολύτως βοήθεια. Άγνωστο αν ακολούθησε γλέντι με σουβλιστά αρνιά και κρασί οργανωμένο από τους κατά τόπους Δημάρχους της εποχής. Δεν έμενε χρόνος από το μοίρασμα. 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Ιδανικές Σκιές στο Δανεικό Φεγγαρόφως

τι με κάνει διαφορετικό; γιατί είμαι καλύτερος από την αεροσυνοδό που έφυγε από τη μικρή πόλη, γυρίζει τους αιθέρες ακόμα κι αν δε βλέπει κάθε πόλη σαν τουρίστρια και στο τέλος έχει μείνει πολύ περισσότερο από εμένα κι ας είναι τα μισά μου χρόνια σε μια καθαρή κι ωραία πρωτεύουσα που εγώ την ονειρεύομαι και αυτή την κατακρίνει; γιατί εγώ μπορώ να θάβω μόνος μου το λάκκο μου, να γκρινιάζω, να βλέπω τη μόλυνση του τόπου που κατ' επιλογή μένω, να μη μου αρέσει η κίνηση στους δρόμους, να μη μου αρέσει η μεγάλη πόλη κι όμως να βιάζομαι να επιστρέψω εκεί; γιατί εγώ δεν σκέφτομαι καν το πως θα δραπετεύσω από αυτό που δηλώνω με κάθε ευκαιρία ότι δε μου αρέσει και συνάμα κατηγορώ και κρίνω όλους τους τριγύρω μου που μου κάνουν παρέα στο να μη κάνουν τίποτα, καμιά διορθωτική κίνηση.

με έμπνευση τα πιο πάνω τα Χριστούγεννα του '23, αποφάσισα να γράψω τα παρακάτω το Γενάρη του '24.

Μία Ασυμφωνία Σκοταδιστών και Πρεμιέρες σε Επανάληψη

Άποψη σαν εισαγωγική σκηνή 1: Το Διαμέρισμα που Εξαφανίζεται

Σε μια πόλη ντυμένη στο αέναο λυκόφως της αποκάλυψης νέων μοντέλων iPhone, ο πρωταγωνιστής μου, ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν, διέμενε σε ένα διαμέρισμα που έμοιαζε να κυμαινόταν σε διαστάσεις. Δηλαδή το αποχωρητήριο ήταν περίπου διπλάσιο από το μισό της κουζίνας. Αλλά αυτό μόνο μετά το μεσημεριανό χέσιμο. Κορύφωση αισθήσεων κοντινής απόλαυσης με πολυκαιρισμένο μαύρο τσάι. Η ιστορία δεν διαδραματίστηκε, όμως μπορεί και να συνέβει τη μέρα που έστειλε το γράμμα. Το πικραμένο. Τα δωμάτια εξαφανίστηκαν εκείνη τη νύχτα, αντικαταστάθηκαν από διαδρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. Εκείνο το πουθενά που είναι αδύνατον να υπάρξει ανάμεσα από εκατομμύρια φωτογραφίες, δισεκατομμύρια αναζητήσεις και πολλάκις τρισεκατομμύρια αναρτήσεων - ομολογιών. Για να επιστρέψουμε στο σπιτικό που κάθε νοικοκύρης ονειρεύεται αλλά μόνο αυτός απέκτησε με εκατοντάδες δόσεις, οι τοίχοι ψιθύριζαν ανησυχητικά μυστικά και κάθε τρίξιμο των σανίδων του δαπέδου αντηχούσε τη μοναξιά μέσα. Δεν είχε πάρει την απόφαση να σπύρει γάτες στο σπίτι, είχε ακόμα μερικά όρθια ηχεία με ξύλο αγριοκερασιάς και κάθε φορά που φανταζόταν τα νύχια ενός ζώου επάνω τους η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν το κακόμοιρο κατοικίδιο στον αέρα, έξω από το μπαλκόνι, να πετάει, να δοκιμάζει τη βαρύτητα, από τον πάνω όροφο, ευθεία γραμμή με το σκληρό - τσιμεντένιο - πεζοδρόμιο. Ξυπνούσε κάθε βράδυ σε μια διαφορετική διαμόρφωση της κατοικίας του, περνώντας μέσα από καφκικούς διαδρόμους και παραγράφους που αψηφούσαν τη λογική. Μέσα στην αταξία, αναδυόταν μια αίσθηση οικειότητας, μια ανησυχητική άνεση μέσα στο χάος της παροδικής κατοικίας του. Ξύπνος ή κοιμισμένος; Σε όνειρο ή σε αναγκαστική δίαιτα; Για λίγο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή του μπαμπά - του γείτονα - του φίλου - του παπά - του περιπτερά - του αφεντικού και ν' αποφασίσει επιτέλους την αγορά ενός άλλου σπιτιού. Κάτι που να το μάθει όλος ο κόσμος, δηλαδή ο μπαμπάς - ο γείτονας - ο φίλος - ο παπάς - ο περιπτεράς - ο αφεντικός. Η διαδικασία ήταν ξεκάθαρη, κάνεις την κουράδα κουλουράκι. Η απόλαυση έρχεται στο τέλος. Με το ρέψιμο.

Άποψη για το διάλειμμα 2: Ο Αινιγματικός Φρουρός

Κατά τη διάρκεια μιας από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις, συνάντησε έναν φύλακα που στεκόταν φρουρός σε μια πύλη στο πουθενά. Πως βρέθηκε εκεί; Τι είχε καταναλώσει πρωτύτερα; Ποιο να ήταν εκείνο το οινοπνευματώδες που κατάφερε να τον κάνει να πετάξει σαν σερβιέτα με φτερά; Ο φύλακας, μια φασματική φιγούρα με κούφια μάτια, μιλούσε με γρίφους παρότι νέος και φύλαγε ένα πέρασμα που οδηγούσε σε ένα αδιευκρίνιστο βασίλειο. Ο άντρας - πρωταγωνιστής - αγαπητικός του εαυτού του, παρασυρμένος από έναν σουρεαλιστικό καταναγκασμό, ακολούθησε τον φύλακα στην άβυσσο, όπου η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση μπλέκονταν. Σε αυτό το πεδίο, ο χρόνος έχασε το νόημά του. Τα ρολόγια έλιωσαν όπως οι πίνακες του Νταλί πάνω στο μπλε ενός ουρανού του Μιρό με συννεφάκια από κάτι που έβγαινε από μια πίπα του Μαγκρίτ και το αρσενικό βρέθηκε παγιδευμένο σε έναν οριακό χώρο, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνενώνονται σε μια αινιγματική συνέχεια. Εκεί πέρα ξεκαθάρισε στον εαυτό του και στη μελλοντική ψυχολόγο του ότι τα πάντα οφείλονταν στην δεκαετία των τριάντα του χρονών. Τότε που το άγχος χτυπούσε παλμούς μέσα στο παχύ έντερο και το άλλο το ψιλό είχε δεθεί από μόνο του σε προσκοπικό σταυρόκομπο. Μπορούσε να είχε συμπεριλάβει στο γράμμα ένα κεφάλαιο για εκείνα τα χρόνια. Ήταν τόσες οι ιστορίες. Όπως εκείνη που έκανε να φάει δεκαπέντε μέρες, η άλλη με τα λεφτά που χρωστούσε στον τοκογλύφο της απέναντι πολυκατοικίας ή εκείνη με το οικογενειακό φαγητό όταν ήρθε ο αρχιμαλάκας θείος από το Αμέρικα-Αμέρικα.

Άποψη πηγαίνοντας στο μπαρ 3: Το Καφέ με τα Εξαφανισμένα Ποτήρια και τα Ιπτάμενα Πιατάκια

Αναζητώντας καταφύγιο από τους αποπροσανατολιστικούς διαδρόμους, τις κομματικές πεποιθήσεις των τριγύρω του, τις συνεχόμενες πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος να συνάψει σύμφωνο φιλίας με την φερέλπιδα ιδιοκτήτρια του διπλανού διαμερίσματος με σκοπό την ένωση τους, ο άνδρας - υποκείμενο - ζωντανή εικόνα κοινωνικού δικτύου και αφελής ποδοσφαιριστής στην παιδική ηλικία έπεσε πάνω σε ένα καφέ που υλοποιήθηκε στις πιο απροσδόκητες γωνιές της πόλης. Δηλαδή στη γωνιά που βρέθηκε εκείνος τότε. Οι θαμώνες, πρόσωπα σκοτισμένα από τη φούγκα του σεφερικού αισιόδοξου παραλογισμού, συνομιλούσαν σε μια γλώσσα που μόνο αυτοί καταλάβαιναν. Αυτό νομίζανε οι ίδιοι τουλάχιστον αφού δεν είχαν πρόσβαση στην επιλογή υπερτίτλων σε κάθε γλώσσα από πάνω τους. Εποχή ευκολίας σε όλα εκτός από την κάθετη έξοδο από δημόσιο νοσοκομείο. Η σερβιτόρα, μια απόκοσμη φιγούρα με μισό μπλε μισό πράσινο μαλλί και φράντζα λευκή στο χρώμα του μελλοθανάτου φαλακρού, σέρβιρε φλιτζάνια καφέ που είχαν γεύση ξεχασμένων αναμνήσεων. - Φέρε μου το κουβαδάκι μου από την παραλία στα ΚΑΑΥ του Λιτοχώρου, ψέλλισε αυτός κι αμέσως το μετάνιωσε. - Όχι! Άστο καλύτερα. Θα πάρω την επιλογή νούμερο τρία από το μενού για ηλίθιους ή πρεσβύωπες. Δεν ξεκόλλησε το βλαμμένο βλέμμα του από το φερμουάρ του παντελονιού του. Αισθανόταν μια ηρεμία έτσι. Μέσα στους τοίχους του καφέ, θα μπορούσε να συναντήσει φευγαλέες στιγμές χαράς, κάθε γουλιά καφέ ένα νοσταλγικό ελιξίριο. Ωστόσο, το καφέ, όπως και το διαμέρισμά του, διαλύθηκε στην τροπική νύχτα του αρκτικού τετραγώνου, αφήνοντας πίσω του μια παρατεταμένη αίσθηση κενού ακριβώς τη στιγμή που σήκωσε για τελευταία φορά το ποτήρι του και το πιατάκι εκτοξεύτηκε με βία προς το σπασμένο παράθυρο, κόντρα σε κάθε λογική και άσμα ασμάτων επειδή φυσούσε κιόλας λιγάκι. Κανείς δεν πρόσεξε το ατύχημα γιατί δεν άφησε τραύμα. Είναι το ίδιο με το Ναγκόρνο Καραμπάχ, αφού ποτέ δεν βρέθηκε κάποιος που να ξέρει που βρίσκεται στο χάρτη, απλά δεν υπάρχει.

Άποψη για προτελευταία σκηνή ή λαιμητόμο 4: Οι Σκιές που Μουρμουρίζουν

Σε ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο κάποιας ανύπαντρης γυναίκας που δεν θα έκανε έρωτα μέχρι το γάμο της, ο άνδρας - αντικείμενο εργασίας και πλουτισμού βρέθηκε σε μια μεταμφίεση μέσα, να χορεύει με απρόσωπους συντρόφους κάτω από έναν φεγγαρόλουστο ουρανό όπου τα τέσσερα φεγγάρια σχεδόν άγγιζαν το ένα το άλλο, ερωτικά. Οι μάσκες ψιθύριζαν μυστικά, ο χορός μια περίπλοκη χορογραφία επιθυμιών και φόβων άφηνε να φανεί η πεσμένη τιράντα και το σχισμένο εσώρουχο. Το όνειρο, ένα υπερρεαλιστικό και συνάμα αρχαίο ιντερμέδιο στη μουρακαμική αφήγηση, υπαινίχθηκε μια αλήθεια κρυμμένη στη σκιά κι ακόμα παραπέρα. Μια Ινδή μάγισσα - ιέρεια με πράσινη βούλα πάνω από τη γαλλικά φτιαγμένη μύτη της σιγομουρμούρισε μια μελωδία του Κερτ. Η πραγματικότητα (όπως και η ενσυναίσθηση, το φιλότιμο, η αγάπη, η ανιδιοτέλεια, η επιλογή της αριστεράς ως πολιτικός αντίλογος και λοιπές ηλιθιότητες) θολώθηκε με τα όνειρα, και εκείνος τότε έτσι ξαφνικά καταπιάστηκε με τη φύση της ύπαρξής του. Ήταν ένα απλό πιόνι σε μια κοσμική παρτίδα σκακιού, που τον χειραγωγούσαν αόρατες δυνάμεις; Ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στο γυμναστήριο επειδή είχε συνάψει συμβόλαιο 148 μηνών; Οι δόσεις του δανείου τι θα γινόταν μετά το θάνατο του μοναδικού πιστούχου; Γιατί δεν αναγνώρισε εκείνο το μούλικο της γριάς πουτάνας που δεν ξύριζε τα πόδια της εκεί στην κοντινή του Αργεντινή; Το μουρμουρητό των σκιών δεν έδινε απαντήσεις, παρά μόνο κρυπτικές αντανακλάσεις της δικής του αβεβαιότητας σε ένα χρώμα επίκαιρης ανάγκης για μοναχική συνεύρεση σε δημοτικό αποχωρητήριο. Ξαφνικά το ραδιόφωνο φάντασμα από κάποιο άγνωστο μέρος - διάσταση - αεροπλάνο - κάδο σκουπιδιών - χρονικό χάσμα άρχισε να τραγουδά με γρατζουνισμένη φωνή σε κυπραίικη χροιά Γιώργου Κυριάκου Παναγιώτου: Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν είσαι ευτυχής. Αν δεν έχεις τα Λεφτά, δεν πας πουθενά. Αν δεν πας πουθενά είναι γιατί δεν χωράς στο πουθενά χωρίς καταθέσεις κι οικογένεια και περιουσία και θρησκεία και χρυσά και φίλους και μετοχές και εργασία και επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά πάρκα. Λεφτά, τα άγια. Λεφτά, τοις αγίοις.

Κενό αντί συνέχειας 5: Η Λαβυρινθώδης Αποκάλυψη

Καθώς το δήθεν-αφήγημα ή ντεμέκ γραπτό παραλήρημα μικρής έκτασης πλησίαζε στο τέλος του, ο άντρας - γιος - σύζυγος - πατέρας - γκόμενος - υπάλληλος και προϊστάμενος γραφείου δυο εργαζομένων σε μόνιμη άδεια λοχείας, βρέθηκε στην καρδιά ενός υπαρξιακού λαβύρινθου αλλά και κοινωνικού διλήμματος. Το κατοχικό διαμέρισμα, ο φύλακας, το καφέ και η μεταμφίεση μπλέκονται σε μια κακοφωνία μπασκετικού παραλογισμού και προυστικού εικονισμού. Αυτός που στεκόταν στο κέντρο του αινίγματος, έβλεπε τη σιλουέτα μιας αλήθειας που διέφευγε την κατανόησή του. Ουσιαστικά καταλάβαινε για πρώτη φορά στη ζωή του ότι ήταν ηλίθιος. Ένας μεγάλος μαλάκας που περνούσε για κάτι διαφορετικό αλλά δεν κορόιδευε ούτε τον ίδιο τον ηλίθιο εαυτό του. Οι τοίχοι του διαμερίσματός του ψιθύριζαν την τελική αποκάλυψη και ο φύλακας διάβολος τον οδήγησε στο κατώφλι της δικής του κατανόησης. Το καφενείο και η μεταμφίεση, εφήμερα σαν όνειρα, χρησίμευαν ως μεταφορές για την παροδική φύση της ευτυχίας. Ακόμη κι αυτήν δεν την ευχαριστήθηκε. Ο βλαξ. Είχε κι αυτός τα κολλήματα του, πρωινός χυμός πορτοκάλι με μισό λεμόνι, μια κουταλιά λάδι το μεσημέρι και μια μπύρα μόλις πέσει ο ήλιος. Που έπεφτε; Στο νεροχύτη; Στον υπόνομο; Τα είχε καταφέρει. Δουλειά στην τοπική βιβλιοθήκη. Αν κάποιος τον ρωτούσε ποιο βιβλίο διάβασε πρόσφατα απαντούσε ότι είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Να προχωράνε τα χρόνια. Να πέφτουν οι υπογραφές. Να μεγαλώσει το παιδί. Να πάρει μια καλή σύνταξη. Να αποφύγει τα απρόοπτα. Να φτάσει αλώβητος στο θάνατο. Αυτός. Κανένας άλλος. Κατάφερε αυτός να αγοράσει ένα σπίτι. Το σπίτι. Αυτό το σπίτι ήταν δικό του. Χωρίς παιδιά να χαλάνε τις γωνίες του καναπέ. Χωρίς σκυλιά να μυρίζουν τα μουχλιασμένα πατώματα. Κι ας είχε κάποιες ιδιαιτερότητες στις αλλαγές των θέσεων των εσωτερικών χώρων. Όμως άλλα ποθητά ακίνητα είναι σε ημιορόφους, άλλα σε ημιυπόγεια κι άλλα ετοιμόρροπα. Ανάμεσα σε κοινωνικά ζώα μαθαίνεις να κατουράς καθιστός, να κλάνεις αθόρυβα και να τρως φασολάδα έξι μέρες σερί με συνοδεία νάτσος. Ναι, πήγαινε σε γάμους αρχικά, σε βαφτίσια μετά, σε κηδείες λίγο πιο πρόσφατα. Είχε κάνει και μερικά ταξίδια σε αψίδες και ανοιχτά θέατρα αρχαίας σαδομαζοχιστικής διασκέδασης όπου διαλογίστηκε τη σχέση του με τη θεία. Λίγο πριν την οριζόντια στάση στο δρόμο του βρέθηκε ένας ζητιάνος. Μεγάλος είναι ο θεός είπε εκείνος κι άνοιξε το στόμα με τα σαπισμένα δόντια γεμάτες τροφές για μετά σε στάση χαμόγελου. Ο πανέξυπνος και πανευτυχής δανειολήπτης τον κοίταξε στα μάτια, το ένα στη μέση το άλλο στο πλάι και του απάντησε μέσες άκρες ότι δεν είναι αυτός που ψάχνει, μακάρι να τον βρει πριν τον βρει το κρύο της νύχτας και του εύχεται μακροημέρευση γενικότερα. Του έδωσε και μια σύντομη περίληψη του μετεωρολογικού δελτίου κι αποχώρησε από την κοινωνική περίπτυξη.

Άποψη τελευταία πιθανόν και οριστική 6: Κρυπτική κι Αποκαλυπτικότατη Τελευταία Πράξη

Στο τελευταίο κεφάλαιο των καταθέσεων του, ο άντρας - λήπτης τετελεσμένων αποφάσεων και οφειλέτης τρίτων υποχρεώσεων, λουσμένος στην απόκοσμη λάμψη του ελληνικού λυκόφωτος, αντιμετώπισε το αναπόφευκτο της ύπαρξής του. Το διαμέρισμα, τώρα μια απλή ηχώ με τραπεζικό ενοικιοστάσιο που έληγε τον άλλο μήνα, και ο φύλακας, ένα φάντασμα αντίκλητο που ξεθωριάζει αλλά το έχων την επικαρπία του τραπεζικού ενοικιοστασίου που έληγε τον άλλο μήνα, διαλύθηκαν χωριστά στις σκιές. Το καφενείο και η μεταμφίεση έγιναν θραύσματα ενός ονείρου που εξατμίστηκε με το χάραμα και τις ανατολίτικες μυρωδιές του κάρυ. Ξημερώνει... Τα μηνύματα ήταν ξεκάθαρα. Γραμμένα. Ζωγραφισμένα με emoji και σκιαγραφημένα σε κιτρινιάρικα post-it παντού. Πάει... Βγήκε ο ήλιος και δεν είναι πράσινος. Έτσι καθώς το πρώτο φως έσπασε το ξόρκι της ζητιάνικης νύχτας ψυχικών τραυμάτων, ο άντρας - πιστούχος της δικής του ζωής, έχοντας περιηγηθεί στη βρωμερή ταπετσαρία της ιρλανδικής οδύσσειας του, μπήκε στο αβέβαιο φως μιας αλλοτινής ημέρας. Η πόλη, τώρα ντυμένη στις αποχρώσεις του πρωινού - brunch, μουρμούρισε τα τελευταία μυστικά της - αφού σε λίγο θα κυκλοφορούσαν σε τετράκις εκατομμύρια αναρτήσεις, αφήνοντας τον πρωταγωνιστή να καταπιαστεί με την παρατεταμένη ασάφεια του νυχτερινού ταξιδιού του με τις συνεχείς στάσεις στην τουαλέτα. Ποτέ δεν θα ξανάτρωγε σκορδαλιά από το ξακουστό Κουρδιστό Γουρούνι, ακόμα κι αν ήταν τρεις φορές σερί πρώτο στην τυχερή πινιάτα. Τέλος Πάντων, μάλλον ποτέ...

Εκείνο το βράδυ είδα στο πρωινό όνειρό μου ότι με πάντρευε μια Ινδή, άγνωστο με ποιον/ποια/τι και παράλληλα αναρωτιόμουν γιατί το Incesticide άλμπουμ των Nirvana δεν χαίρει απόλυτης εκτίμησης. Μόλις ξύπνησα με χαστούκισα για το πρώτο μέρος και με χάιδεψα γιατί πάντα μου άρεσε το Incesticide. Ήταν μια μικρή νίκη του καλλιτέχνη που του δόθηκε η απόλυτη ελευθερία να κάνει το εξώφυλλο.