Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Μάρτης


το μπλε· τώρα

αδιάφορη εκείνη η υστεροφημία φεύγει, σάμπως το βήτα το λάμδα συναντήσει·
βλέπω το σκότος να την καταπίνει· συνηθίζονται εύκολα οι αραιές σταλαγματιές
κι εσύ βλέπεις το ξημέρωμα· στιγμιαία ανοίγεις τις επωφελείς πόρτες, οι ρόδες στέκουν·
μετράω ώρες και σουσάμι στ' ανθισμένο δάπεδο, καμένες αποκρίσεις στ' ανοιξιάτικα φύλλα
κι οι χρόνοι άλλαξαν, το ίδιο και τα πρόσωπα·
μιλάμε τα κερασμένα λόγια
ακούμε τα δανεικά λόγια
και χρωστάμε της βροχής τις στάλες·
στην τρελή ισημερία της καθημερινής νοστιμιάς, θανατώθηκε και βραβεύτηκε η λέξη,
μόνη·
σε θαμποφιλώ
εγώ ο ξένος στα περβάζια των λευκών γλαστρών· μία ανεμώνη κι ένα τιποτένιο χόρτο,
στων ανέμων το σφύριγμα, θελκτικά σκιρτήματα από ρεύματα ελικοφόρων αεροπλάνων,
όλο επιστρέφουν με το εισιτήριο ατύπωτο, ατσεκάριστο· έχω δρόμο μπροστά μου ή πίσω,
ιστορίες να διηγηθώ απ' όσα βιβλία κατεβάσω, τόσο ψηλά που το μερμήγκι σκύβει,
να φτιάξει τις πέτρινες προθήκες· χρωματιστά κείμενα, πλαγιαστά γράμματα, μολυβένιες λέξεις

29.ΙΙΙ.13




Η Μυστική Συνταγή

Έβαλα ζάχαρη·
Έριξα τ' αλάτι
κι έφτιαξα μια θάλασσα γλυκιά
να τρέξω γυμνός να τη γευτώ
στα κυματιστά σκεπάσματα να τυλιχτώ
κρυφά από τους γλάρους
και τα σκοτεινά μάτια των περιπατητών
που ψάχνουνε χρυσάφι
και κάνουνε χάζι
κοιτάζοντας απ' τα παράθυρα μικρών αυτοκινήτων.

Έβρασε όμως πολύ,
ξεχάστηκα κι έγραψα με τ' άξυστο μολύβι
πως θα το καταφέρω σωστά
της επόμενης φοράς τ' ανάξιο στολίδι.

Έβαλα λιγότερη ζάχαρη,
μια που στα χείλη είχε μείνει αρκετή, πικρή·
Έριξα μια στάλα αλάτι,
γιατί έβρεξε στην ακρογιαλιά μπροστά
ή έκλαψα ξύπνιος
στην αναμονή για τον παλιατζή
να τους μαζέψει όλους από τους δρόμους
αυτούς που ψάχνουν έρωτα
και περπατάν ανέμελα
μαζεύοντας τη λάσπη από τα χαμηλά.

Έγινε καλό πολύ,
γεύτηκα τη στιγμή και το ζεστό
καθώς κατέγραφα την πορεία
από το πριν στο επόμενο λεπτό.

30.ΙΙΙ.13 συννεφιασμένο Σάββατο πρωί