Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Απρίλης


(ένοχος ανακρινόμενος)

στο διάβα
υπέρ το άλλοτε
τόσο μακριά
στην ήπειρο των απλημμύριστων παλαιοπωλείων
η σκιά κι ο αθάνατος κλεφτής
ανασσών,
λόγων·
κυνήγησε ένα μήλο
σε στραβά σκαλοπάτια
του πήρε έναν αιώνα
δυο δευτερόλεπτα παύση
κι ένα σωματίδιο θεού
ενοχικός,
χορταριασμένα φτερά
ηλίου σκοτεινότερα
στο διάβα
πριν το άλλοτε
τόσο δίπλα
στο υπόγειο των αποσυντεθειμένων ενοχών
η θέληση κι ο θανατωμένος ερωμένος
άνοσων,
λόγιων·
κυνηγών της κάθε μέρας

12.IV.13 Παρασκευή


(χιονία μάρτυρας)

το ταξίδι του αιώνα
μπάρκαρε από ένα άρθρο ασυνέχιστο
εφημερίδας τοπικής, πρόχειρα τυπωμένης
λίγο πιο μέσα η πρώτη παράγραφος, πληγή·
καθώς μπαίνει η άδετη σχεδία στο πέτρινο λιμάνι
κοιτάζει τα γραμματάκια να γίνονται φιγούρες
ξάφνου φοβάται ή ντρέπεται
κοντοστέκεται σαν δίνη που ρουφάει αδύναμα·
πιο κάτω περνάνε μέδουσες κι ισχνά χταπόδια
δυο - τρία παιδιά κουνιούνται στις τσουλήθρες,
νευρικά, μέχρι να γίνουν γεροντάκια
θαμμένα σε σωρούς από ασπρόμαυρα σπόρια
και τότε αποφασίζει
να πλέξει τα σχοινάκια
να κινήσει προς τους κάβους
να κατεβάσει γέφυρα παραπάνω απ’ το υγρό
πυρ
κι οι επιβάτες ρίχνονται
στις κούνιες και γυρίζουν ξέφρενα στον χρόνο
προς τα πίσω

16.IV.13


αερικός κονδυλοφόρος

να σταματήσω στο σημείο αυτό
που πέρασε εχθές
κι ακόμα καλύτερα προχθές
στη θύμηση του γέλιου
σε ’κείνο το αδιαίρετο λεπτό
όταν η παπαρούνα άνθιζε
και τ’ αεροπλάνα ξέφευγαν
απ’ τους στήμονες της
στάζοντας στιγμή - στιγμή
από τα παράθυρα
τα ελάχιστα όνειρα
εξαϋλώνοντας τις ιδέες του αύριο
σε γυαλιστερά φύλλα
τόσο χαμένο έγχρωμο μελάνι
και τα πουλιά έχουν όλα τα φτερά τους
εδώ και χρόνια
δεν γράφονται συγγράμματα
κόκκινες, μαύρες, μπλε σταγόνες
ανθίζουν, στεγνώνουν, ξεθωριάζουν
καλυμμένα άνθη
αθάνατα ωραία
καλούνται να προσέλθουν
αλλά απότομα αποκόπτεται ο κορμός τους
κι ο οριζόντιος καπνός
τα ξαπλώνει στο μυρωμένο χώμα
τινάζω τα δάχτυλα·
φτωχός επιβάτης τσαλακωμένων φύλλων

19.IV.13


Διάβολος

Μία μαύρη φιγούρα
με τρίγωνα μάτια
καρφώνει λευκό βέλος
τ’ ατέλειωτα βράδια
χωρίς όφελος κανένα
κερδίζει κομμάτια
απ’ τα μελλούμενα που κρέμονται
σε στείρα ράφια
όλα διαλύονται
κοχύλια στα κιτάπια
συγγράμματα καμένα
μες τα χρόνια τα άδεια
η άγονη αγχόνη
φυγαδεύει τα χνάρια.

19.IV.13


αυτοκατηγορίες

Σκέφτομαι,
είναι ο πόνος ατελείωτος
εκατοντάδες σελίδες μπρος-πίσω,
κοιτάζω αυτά που πλήγωσα
ενώ είχα προσπαθήσει ν' αγαπήσω,
στην εισαγωγή διαβάζω τα καλά
και μετά προσέρχομαι αλλιώς
κυνηγημένος από ότι δεν πέτυχα
να πάω παραπέρα
ν' αφήσω εδώ κοντά
να τελειώσω τον πόνο
που σκέφτομαι.

19.IV.13


αντίκρυ μου

όπου κι αν γυρίσω
πέφτω πάνω στους τοίχους
γεμάτους με αφιερώσεις
ψάχνω να διακρίνω τις δικές μου

για εμένα ότι φτιάχτηκε
ήταν καράβια από σπίρτα
να πιάσουν φωτιά στ' αλμυρό νερό
σαν τρέχουν στους σωλήνες της πόλης μου

τις φορές που περπάτησα
νύχτα ανάμεσα σε γέλια
και φαΐ πολύ
και κόκκινα υγρά
χάθηκα
επέστρεφα

ένας ξεγραμμένος άνθρωπος
στα χέρια και στα πόδια σου
τόσο ονειροπαρμένος
που πεζός κολυμπώ

οι φίλοι μου φτιάχνονται
με γράμματα
με σύννεφα
χαλάνε τόσο εύκολα
με τους μηχανικούς να ρίχνουν δίχτυα·
μέσα στις τεράστιες τρύπες μπλέχτηκα

αυτή η άσωτη ευτυχία
σχεδιάστηκε από το άλλο χέρι
χτίστηκε απέναντι στον ήλιο
κι έλιωσε την κερωμένη πασχαλιά μου.

20.IV.13 σάββατο πρωί, αντίκρυ απ' τον εκτυφλωτικό δροσερό ήλιο


φωτεινό όπ(ο)ιο & δροσιά

κάτω απ' αυτό
φυτρώνει ότι σκέφθηκες
διαπερνά την παγωμένη λάβα
ξεφλουδίζει τις αναμνήσεις

μέσα απ' αυτό
θυμάσαι ότι έζησες
με το σώμα σου μικρό
στεγνό και διψασμένο

πέρα απ' αυτό
υπάρχει ότι ονομάτισες
εκεί σταματώ κι εγώ
χορταριασμένος ακίνητος

20.IV.13

Δεν έχω κάτι άλλο να πω.
Θα μετρήσω τα βήματα
από 'δω μέχρι την περίφραξη
μ' ένα επίπεδο σάλτο.
Θ' αγκαλιάσω τους προγόνους.
Δεν μ' αρέσει να κάνω νέους
φίλους.

21.IV.13


παρουσία αισθήσεων

θαρραλέοι τροχοί
κατατρέχουν ανθρώπινα μαρτύρια
μέσω μίας ταπεινής διαδρομής
εξασκημένοι να κυνηγούν
την αύρα της αμφίβολης μοίρας
τον πόνο του τέλους
κι ακόμα περισσότερο
την απώλεια της αίσθησης.

οσφραίνονται
τις έλξεις μας
μέσα από ποτήρια ανοιχτά,

αγγίζουνε
στα χέρια μας
τ’ αγκάθια σταυρών από πασχαλιές,

οραματίζονται
μπροστά μας
τις πέτρες που στρώνουν το μετά,

παρακούνε
τα έρρινα κλάματα
τις οδύνες του ατελείωτου χθες

και στέκονται μία ανάσα
ακίνητο φως
πεπερασμένης ζωής.

19.IV.13


ομοίως καινώ

έμμονα υπομένω
τις λέξεις σου να δω
αναπάντεχα θαρρώ
αντιμάχομαι ρητά
σε προτάσεις πλημμύρας
με άνοστα αστεία
θλίβω το χαμόγελο
αναπολώ το ύστερα
του τίποτα
κενό

22.IV.13


γύρισε απότομα και κοίταξε ψηλά
αεροπλάνα, λουλούδια, όλα φτερά.
μελάνι σε χάρτινο φύλλο τριγυρνά
σπανίζει το τίποτα δεν το σπαταλά.

22.IV.13



Τ

η στάση Του είναι διαφορετική
δεν είμαι όμως σίγουρος ότι κοιτά
και πως θα συγχωρέσει;
ο σταυρός γέμισε κλαδιά
που ανυπομονούν τον ήλιο
ν' ακουμπήσουν
και να βρίσουν
για την ημέρα τη γιορτινή
στάχτες αγγίζουν τις καμπάνες
αδιάφορα, σχεδόν μελωδικά,
καλούν καθυστερημένα
πεινασμένους
κι εμένα.
άραγε θα γυρίσει πλευρό;
ανήσυχος;
να μου μιλήσει με υποκοριστικό.

22.IV.13


η λόγχη
διαπέρασε το σώμα
και
ξεχύθηκαν λουλούδια
σαν ανεμώνες
σαν ζουμπούλια
και μια αμυγδαλιά
ήπιε το ζουμί
από μέσα
προς τα έξω
ρούφηξε
και
ξέρανε
το στερνό
αντίο

23.IV.13


εύθυμος επαίτης
θέλω να πάψω να θυμάμαι
μεγάλα λόγια, υποχρεωτικά
πεζά γράμματα, παραχωρητικά
κι αν ξυπνήσω
στη μέση μιας νύχτας
απ’ το παράπονο ενός αηδονιού
δυνατά
πιο δυνατά
θα του πω να σιωπήσει
κι αν δεν μπορεί να το κάνει
για πάντα
να φύγει

24.IV.13

Μάρτης


το μπλε· τώρα

αδιάφορη εκείνη η υστεροφημία φεύγει, σάμπως το βήτα το λάμδα συναντήσει·
βλέπω το σκότος να την καταπίνει· συνηθίζονται εύκολα οι αραιές σταλαγματιές
κι εσύ βλέπεις το ξημέρωμα· στιγμιαία ανοίγεις τις επωφελείς πόρτες, οι ρόδες στέκουν·
μετράω ώρες και σουσάμι στ' ανθισμένο δάπεδο, καμένες αποκρίσεις στ' ανοιξιάτικα φύλλα
κι οι χρόνοι άλλαξαν, το ίδιο και τα πρόσωπα·
μιλάμε τα κερασμένα λόγια
ακούμε τα δανεικά λόγια
και χρωστάμε της βροχής τις στάλες·
στην τρελή ισημερία της καθημερινής νοστιμιάς, θανατώθηκε και βραβεύτηκε η λέξη,
μόνη·
σε θαμποφιλώ
εγώ ο ξένος στα περβάζια των λευκών γλαστρών· μία ανεμώνη κι ένα τιποτένιο χόρτο,
στων ανέμων το σφύριγμα, θελκτικά σκιρτήματα από ρεύματα ελικοφόρων αεροπλάνων,
όλο επιστρέφουν με το εισιτήριο ατύπωτο, ατσεκάριστο· έχω δρόμο μπροστά μου ή πίσω,
ιστορίες να διηγηθώ απ' όσα βιβλία κατεβάσω, τόσο ψηλά που το μερμήγκι σκύβει,
να φτιάξει τις πέτρινες προθήκες· χρωματιστά κείμενα, πλαγιαστά γράμματα, μολυβένιες λέξεις

29.ΙΙΙ.13




Η Μυστική Συνταγή

Έβαλα ζάχαρη·
Έριξα τ' αλάτι
κι έφτιαξα μια θάλασσα γλυκιά
να τρέξω γυμνός να τη γευτώ
στα κυματιστά σκεπάσματα να τυλιχτώ
κρυφά από τους γλάρους
και τα σκοτεινά μάτια των περιπατητών
που ψάχνουνε χρυσάφι
και κάνουνε χάζι
κοιτάζοντας απ' τα παράθυρα μικρών αυτοκινήτων.

Έβρασε όμως πολύ,
ξεχάστηκα κι έγραψα με τ' άξυστο μολύβι
πως θα το καταφέρω σωστά
της επόμενης φοράς τ' ανάξιο στολίδι.

Έβαλα λιγότερη ζάχαρη,
μια που στα χείλη είχε μείνει αρκετή, πικρή·
Έριξα μια στάλα αλάτι,
γιατί έβρεξε στην ακρογιαλιά μπροστά
ή έκλαψα ξύπνιος
στην αναμονή για τον παλιατζή
να τους μαζέψει όλους από τους δρόμους
αυτούς που ψάχνουν έρωτα
και περπατάν ανέμελα
μαζεύοντας τη λάσπη από τα χαμηλά.

Έγινε καλό πολύ,
γεύτηκα τη στιγμή και το ζεστό
καθώς κατέγραφα την πορεία
από το πριν στο επόμενο λεπτό.

30.ΙΙΙ.13 συννεφιασμένο Σάββατο πρωί






                τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // 
[......]
τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // τα πρωινά μικρά παράλληλα του ερημίτη // 

αρχή IV.13